English (LSJ)

ἔμβρωμον, = βρωμώδης (foul-smelling), Dsc.3.33, Aët.9.30.

Spanish (DGE)

-ον comestible φύλλα Dsc.3.33, τὰ ἐντόσθια Aët.9.30.

Greek Monolingual

ἔμβρωμος, -ον (Α)
δυσώδης, βρομερός.

Translations

foul-smelling

Danish: ildelugtende; Greek: απόζων, βρομερός, βρωμερός, βρομώδης, δύσοσμος, δυσώδης, κάκοσμος, μεφιτικός, οζώδης, που βρομάει, που έχει άσχημη μυρωδιά, που μυρίζει, που μυρίζει άσχημα; Ancient Greek: βρομῶδες, βρομώδης, βρωμῶδες, βρωμώδης, δυσῶδες, δυσώδης, ἔμβρωμος, κάκοσμος; Hungarian: büdös, bűzös, rossz szagú; Latin: foetidus; Malayalam: ദുർഗന്ധമുള്ള; Norwegian Bokmål: illeluktende; Ottoman Turkish: ⁧آغر⁩; Spanish: maloliente, fétido; Swedish: illaluktande