πολύφονος
Middle Liddell
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très meurtrier.
Étymologie: πολύς, φόνος.
Greek Monotonic
πολύφονος: -ον, πολύ φονικός, εξαιρετικά θανατηφόρος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πολύφονος: убивающий многих (χείρ Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύφονος -ον [πολύς, φόνος] moorddadig.