μετεκδύομαι

Revision as of 11:15, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Med., pull off one's own clothes and put on others, μ. τὴν βασιλικὴν ἐσθῆτα J.AJ6.14.2: metaph., ἐπιείκειαν μ. ib.6.12.7; μ. τὴν αὐτῶν φύσιν Plu.Num.15

German (Pape)

[Seite 158] (s. δύω), ein Kleid nach dem andern ausziehen, wechseln, übertr., τὴν ἑαυτοῦ φύσιν, Plut. Num. 15.

French (Bailly abrégé)

changer de vêtement.
Étymologie: μετά, ἐκδύω.

Russian (Dvoretsky)

μετεκδύομαι: досл. переодеваться, перен. совлекать с себя, т. е. менять (τὴν ἑαυτοῦ φύσιν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μετεκδύομαι: μέσ., ἀπεκδύομαι τὰ ἐνδύματά μου καὶ ἐνδύομαι ἄλλα, μ. βασιλικὴν ἐσθῆτα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 14, 2· μ. τὴν αὐτῶν φύσιν Πλουτ. Νουμ. 15· τὸ σχῆμα τοῦ φιλοσόφου, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Μαξ. Τυρ.

Greek Monolingual

μετεκδύομαι (Α)
1. βγάζω τα ενδύματά μου και φορώ άλλα
2. αλλάζω χαρακτήρα ή φύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἐκ-δύομαι «βγάζω τα ρούχα μου»].

Greek Monotonic

μετεκδύομαι: Μέσ., βγάζω τα ρούχα μου και φορώ άλλα (ανα)θεωρώ, σε Πλούτ.

Middle Liddell

Mid. to pull off one's own clothes and put on others, to assume, Plut.