ἀρταμέω
English (LSJ)
cut in pieces, ταῦρον E.El.816; ἄνδρας γνάθοις Id.Alc. 494.
Spanish (DGE)
(ἀρτᾰμέω)
despedazar, descuartizar ταῦρον E.El.816, ἄνδρας ... γνάθοις E.Alc.494, cf. A.Fr.281a.35, E.Fr.612, Hsch.
German (Pape)
[Seite 361] schlachten, zerstückeln, Eur. Alc. 497 El. 811. Von
French (Bailly abrégé)
ἀρταμῶ :
ao. ἠρτάμησα;
découper, dépecer ; dévorer.
Étymologie: ἄρταμος.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτᾰμέω:
1 разрубать на части, разделывать (ταῦρον Eur.);
2 растерзывать (ἄνδρας γνάθοις Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτᾰμέω: κατακόπτω, διαμελίζω, ὅστις ταῦρον ἀρταμεῖ καλῶς Εὐρ. Ἠλ.· ἀλλ’ ἄνδρας ἀρταμοῦσι λαιψηραῖς γνάθοις ὁ αὐτ. Ἄλκ. 494.
Greek Monotonic
ἀρτᾰμέω: μέλ. -ήσω, κόβω σε κομμάτια, κατακόπτω, διαμελίζω, τεμαχίζω, σε Ευρ.