rend
From LSJ
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. καταρρηγνύναι, σπαράσσειν (Plato), Ar. and V. καταξαίνειν (also Xen.), διασπαράσσειν, διασπᾶσθαι, V. ῥηγνύναι (rare P. uncompounded), σπᾶν, κνάπτειν, ἀρταμεῖν, διαρταμεῖν.
rend in pieces: V. διαφέρω, διαφέρειν, Ar. and V. διαφορεῖν.