ἀμφιλογέομαι
English (LSJ)
Dep., dispute, doubt, περί τινος Plu.Lys.22.—Act. in J.AJ 8.1.4, Hsch.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ἀμφιλογοῦμαι;
disputer.
Étymologie: ἀμφίλογος.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιλογέομαι: спорить (περί τινος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιλογέομαι: ἀποθ., ἀμφιβάλλω, ἐρίζω, φιλονεικῶ, περί τινος, ὡς τὸ ἀμφιλέγω, Πλουτ. Λύσ. 22. Τὸ ἐνεργ. παρ’ Ἰωσήπ. Ἀρ. Ἱ. 18. 1, 4.