ἐπισιμόω
English (LSJ)
bend inwards, τὴν προβοσκίδα Ael.NA8.10: seemingly intr., turn aside one's course, X.HG5.4.50.
German (Pape)
[Seite 977] etwas einbiegen, krümmen, τὴν προβοσκίδα Ael. H. A. 8, 10. – Vom Heere, es seitwärts marschiren lassen, Xen. Hell. 5, 4, 50.
French (Bailly abrégé)
ἐπισιμῶ :
1 recourber;
2 faire ranger une troupe selon une ligne courbe.
Étymologie: ἐπί, σιμόω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισῑμόω: досл. загибать, подгибать, воен. сворачивать в сторону: ἐπισιμώσας πρὸς τὴν πόλιν ᾔει Xen. повернув (с войском) в сторону, (Агесилай) двинулся к городу.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισῑμόω: κάμπτω πρὸς τὰ ἔσω, τὴν προβοσκίδα Αἰλ. π. Ζ. 8. 10: - κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ., κάμπτω, ὁ δ’ Ἀγησίλαος ἰδὼν ταῦτα πρὸς ἐκείνους μὲν οὐκ ἦγεν, ἐπισιμώσας δὲ πρὸς τὴν πόλιν ἦγεν Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 50· πρβλ. ἀποσιμόω.
Greek Monotonic
ἐπισῑμόω: μέλ. -ώσω, κάμπτω, λυγίζω προς τα μέσα· αμτβ., αλλάζω την πορεία μου, λοξοδρομώ, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. ώσω
to bend inwards: intr. to turn aside one's course, Xen.