σιμόω

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑμόω Medium diacritics: σιμόω Low diacritics: σιμόω Capitals: ΣΙΜΟΩ
Transliteration A: simóō Transliteration B: simoō Transliteration C: simoo Beta Code: simo/w

English (LSJ)

(σιμός)
A turn up the nose, and metaph., = μέμφομαι (cf. σιμός 1.2), Hsch.
II generally, bend upwards, τὴν ἰγνύαν Hld.10.31; τὸν αὐχένα, τὰ νῶτα, Ach.Tat.1.12:—Pass., become σιμός, Hp.Art. 35; of the nose, Id.Epid.6.1.3; πόδες σεσιμωμένοι upturned feet, as of some wading birds, Arist.PA693a7, cf. Hp.Art.60.

German (Pape)

[Seite 882] die Nase stumpf machen, so daß sie oben eingebogen, unten aufgeworfen ist, daher die Nase rümpfen, u. transit. mit gerümpfter Nase verspotten, Hesych. – Übh. aufwärts biegen; τὴν ἰγνύαν, Hel. 10, 21; πόδες σεσιμωμένοι, Arist. part. an. 4, 12; νῶτα, den Rücken so krümmen, daß er in der Mitte eingebogen ist; aber auch = einen Katzenbuckel machen, Jacobs Ach. Tat. 460.

French (Bailly abrégé)

σιμῶ :
1 rendre camus ; Pass. être camus;
2 p. ext. recourber.
Étymologie: σιμός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιμόω [σιμός] alleen pass. ingedeukt worden (van gebroken neus). Hp.

Russian (Dvoretsky)

σῑμόω: выгибать вверх: οἱ πόδες σεσιμωμένοι Arst. вывернутые кверху лапы (некоторых птиц).

Greek Monotonic

σῑμόω: μέλ. -ώσω (σιμός), σουφρώνω, σηκώνω προς τα πάνω τη μύτη μου, ψηλά και, γενικά, μυκτηρίζω.

Greek (Liddell-Scott)

σῑμόω: (σιμὸς) ποιῶ σιμήν, «ζαρώνω» τὴν ῥίνά μου, καὶ μεταφορ. = μέμφομαι (πρβλ. σιμὸς Ι. 2), Ἡσύχ. ΙΙ. καθόλου, κάμπτω πρὸς τὰ ἄνω, τὴν ἰγνύαν Ἡλιόδ. 10. 31· τὸν αὐχένα, τὰ νῶτα Ἰακώψ. εἰς Ἀχιλλ. Τάτ. σ. 460· ― γίνομαι σιμός, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802· ἐπὶ τῆς ῥινός, ὁ αὐτ. 1164Ε· πόδες σεσιμωμένοι, κεκυρτωμένοι πόδες, ὡς οἱ πόδες νηκτικῶν τινων πτηνῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 8, πρβλ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 826.

Middle Liddell

σιμός
to turn up the nose, and generally, to bend upwards.