πλατύπους
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πλατύπουν, τό, gen. ποδος, flat-footed, D.L.1.81.
German (Pape)
[Seite 627] breitfüßig, D. L. 1, 81.
Russian (Dvoretsky)
πλᾰτύπους: 2, gen. ποδος (ῠ) с плоской ступней iog. L.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτύπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ὁ ἔχων πλατεῖς πόδας, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 1. 81.
Greek Monolingual
-ουν / πλατύπους, -ουν και, -οος, -οον, ΝΑ, και πλατύποδος, -η, -ο και πλατύποδας, -η, -ο, Ν
(ως επίθ. και ουσ.) αυτός που έχει πλατιά πόδια, πλατυπόδαρος
νεοελλ.
1. ως ουσ. αυτός που πάσχει από πλατυποδία
2. το αρσ. ως ουσ. ο πλατύπους
ονομασία του μοναδικού είδους Ornithorhynchus anatinus, πρωτόγονου ωοτόκου θηλαστικού που ανήκει στην οικογένεια ornithorhynchidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + πούς (πρβλ. ταχύ-πους)].