τρίχρωμος

Revision as of 21:35, 21 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3")

English (LSJ)

ον, = τριχρώματος, Luc. DMeretr. 9.2, Porph. ap. Eus. PE 4.14.

German (Pape)

[Seite 1150] = Vor., Luc. D. Meretr. 9, 2.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίχρωμος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει τρία χρώματα, τρίχρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. τετράχρωμος].

Russian (Dvoretsky)

τρίχρωμος: (ῐ) трехцветный uc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίχρωμος -ον [τρι-, χρῶμα] met drie kleuren.