πειρατέον

Revision as of 13:13, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

one must attempt, c. inf., Pl.R. 453d, Arist.EN1166b28, etc.; π. εἶναι Isoc.5.58:—also πειρατέα, Pl.Lg. 770b.

Greek (Liddell-Scott)

πειρᾱτέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ δοκιμάσῃ ἢ ἐπιχειρήσῃ, μετ’ ἀπρ., Πλάτ. Πολ. 453D, Ἀριστ., κλ.· π. ἐστὶ Ἰσοκρ. 94Α· - ὡσαύτως -τέα Πλάτ. Νόμ. 770Β.

Greek Monotonic

πειρᾱτέον: ρημ. επίθ. του πειράω, αυτός που πρέπει να προσπαθήσει, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πειρατέον, adj. verb. van πειράω, er moet geprobeerd worden.