ἔκνευσις
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A turning the head aside to avoid, βολῶν ἐκνεύσεσι Pl.Lg.815a.
2 ἐκνεύσεις τῶν ὁδῶν deviations, Sch.Ar.Ra.113; cf. ἔκνευσις ὁδοῦ, diverticulum, Glossaria.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 ref. a la cabeza acción o movimiento para esquivar o evitar plu., c. gen. obj. τὰς εὐλαβείας πασῶν πληγῶν καὶ βολῶν ἐκνεύσεσι ... μιμουμένη la danza pírrica imitando la previsión de todos los golpes y tiros con gestos como de esquivar Pl.Lg.815a, c. gen. subjet. τῆς κεφαλῆς ἔ. Poll.5.24.
2 gener. desviación ἐπὶ τὴν Βαβυλῶνα ἔ. ... ἀπὸ τοῦ μεσημβρινοῦ Str.2.1.36, de los astros, junto a ἔγκλισις Dion.Alex.Fr.3.7 (p.147)
•desvío del camino principal ἐκνεύσεις τῶν ὁδῶν glos. a ἐκτροπαί Sch.Ar.Ra.113D., cf. Gloss.2.291
•fig. ἀπάτη ... ἡ τοῦ ὀρθοῦ ἔ. εἰς τὸ πλάγιον Eust.189.1.
German (Pape)
[Seite 770] ἡ, das Ausweichen (indem man den Kopf auf die Seite neigt, Pol. 5, 241; καὶ ὕπειξις Plat. Legg. VII, 815 a; – τῶν ὁδῶν, = ἐκτροπαί, Schol. Ar. Ran. 113.
Russian (Dvoretsky)
ἔκνευσις: εως ἡ отведение головы в сторону, увертывание (во избежание удара) (ἐκνεύσεις καὶ ἐκπηδήσεις Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔκνευσις: -εως, ἡ, τὸ ἐκνεύειν, = ἐκκλίνειν ἢ στρέφειν τὴν κεφαλὴν εἰς πλάγιον, ἔκκλισις πρὸς ἀποφυγὴν κτυπήματος, Πλάτ. Νόμ. 815Α· ἔκνευσις πρὸς ἔκκρουσιν πράγματός τινος, Πολυδ. Ε΄, 24. 2) ἐκτροπαὶ δὲ ἐκν. τῆς ὁδοῦ, «ὅπου τις ἐκτραπῆναι δύναται» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 113.
Greek Monolingual
ἔκνευσις, ή (Α)
κλίση του κεφαλιού για την αποφυγή χτυπήματος.