ὕπειξις
From LSJ
νὴ Δί᾿, ὦ φίλη γύναι, λεγε → yes, dear lady, speak | yes, dear lady, do speak up
English (LSJ)
-εως, ἡ, (ὑπείκω) yielding, compliance, both in sg. and pl., Pl.Lg.815a, 727a, Hierocl. in CA5p.427M.; δειλία.. ὕ. τις ψυχῆς Thphr. Char.25.1: c. dat., ἡ τοῦ θήλεος ὕ. τῷ ἄρρενι Plu.2.751d.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
concession, condescendance.
Étymologie: ὑπείκω.
Greek (Liddell-Scott)
ὕπειξις: -εως, ἡ, (ὑπείκω) τὸ ὑπείκειν, ὑποχώρησις, ὑποταγή, ἔν τε τῷ ἑνικῷ καὶ τῷ πληθ., Πλάτ. Νόμ. 727Α, 815Α· μετὰ δοτ., ἡ τοῦ θήλεος τῷ ἄρρενι ὕπ. Πλούτ. 2. 751D.
German (Pape)
εως, ἡ, das Weichen; ἐκνεύσεσι καὶ ὑπείξει πάσῃ Plat. Legg. VII.815a, Nachgeben, Nachgiebigkeit; auch im plur., V.727a, nach Bekker.
Russian (Dvoretsky)
ὕπειξις: εως ἡ уступка Plat., Plut.