δίπλεθρος

Revision as of 07:15, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

δίπλεθρον,
A two πλέθρα long or broad, Theopomp.Hist.350, Luc.VH1.16.
2 Subst. δίπλεθρον, τό, space of two πλέθρα, Plb.34.12.4.

Spanish (DGE)

-ον
1 de dos pletros ποταμός X.An.4.3.1, σκέλος Theopomp.Hist.390, cf. Ephor.119, Str.9.4.4, ὁ ... μέγιστος αὐτῶν καὶ δ. ἦν Luc.VH 1.16, cf. D.S.1.47, 2.7, App.Pun.95.
2 subst. τὸ δ. medida, distancia de dos pletros Plb.34.12.4, ἐκ ... διπλέθρου AP 11.117 (Strat.).

German (Pape)

[Seite 640] zwei Plethren groß; Xen. An. 4, 3, 1, Luc. V. H. 1, 16; τὸ δίπλεθρον, = διπλεθρία, Pol. 34, 12, 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de deux plèthres, de deux arpents.
Étymologie: δίς, πλέθρον.

Russian (Dvoretsky)

δίπλεθρος: размером или протяжением в два плетра (ок. 61.7 м) Diod., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

δίπλεθρος: -ον, δύο πλέθρα, μακρὸς ἢ εὐρύς, Θεόπομπ. Ἱστ. Ἀποσπ. 6, Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. 1. 16· - δίπλεθρον, τό, διάστημα δύο πλέθρων, Πολύβ. 34. 12, 5.

Greek Monolingual

δίπλεθρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει έκταση δύο πλέθρων
2. το ουδ. ως ουσ. το δίπλεθρον
μετρική μονάδα ίση με δύο πλέθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (βλ. λ. δις) + πλέθρον.

Greek Monotonic

δίπλεθρος: -ον, αυτός που έχει μήκος ή πλάτος δύο πλέθρων, σε Λουκ.

Middle Liddell

δί-πλεθρος, ον adj
two πλέθρα long or broad, Luc.