δυσέφοδος

Revision as of 07:20, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

δυσέφοδον, hard to get at, inaccessible, D.S.1.57 (Sup.); τὸ δ. Phld.Rh.1.325 S. (nisi leg. δυσέφικτον).

Spanish (DGE)

-ον
difícil de atacar ἡ κρατίστη (χώρα) τῆς Αἰγύπτου ... δυσεφοδωτάτη γέγονε D.S.1.57, dud. τὸ δ. Phld.Rh.1.325.

German (Pape)

[Seite 680] schwer zugänglich; im superl. D. Sic. 1, 57.

Russian (Dvoretsky)

δυσέφοδος: мало доступный (διὰ τὸ πλῆθος διωρύγων χώρα Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσέφοδος: -ον, δυσπρόσιτος, Διόδ. 1. 57.

Greek Monolingual

δυσέφοδος, -ον (Α)
1. δυσκολοπρόσβλητος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσέφοδον
η ιδιότητα του δυσέφοδου.