τόρευμα

Revision as of 08:00, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

-ατος, τό,
A embossed work, work in relief (cf. τορεύω ΙΙ), in plural, Men.24, Sopat.19; τ. ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ D.S. 3.47; ὀστράκινα τ. Str.8.6.23.
II in E.HF978 τόρ. ευμα (L2P2 ut vid.) is f.l. for τόρνευμα (LP).

German (Pape)

[Seite 1129] τό, erhabene, getriebene Arbeit, ein geschnitztes, getriebenes Kunstwerk, Schnitzwerk, Sopat. bei Ath. 230 e; ein mit dergleichen Arbeit verziertes Gefäß, D. Sic. 3, 47; vgl. auch Strab. 8, 6, 23 p. 381. – Bei Eur. Herc. fur. 978 = τόρνευμα, aber Herm. lies't πόρευμα.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ciselure en creux ou en relief.
Étymologie: τορεύω.

Russian (Dvoretsky)

τόρευμα: ατος τό изделие, покрытое выпуклой резьбой или сосуд чеканной работы (τορεύματα ἀργυρᾶ Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

τόρευμα: τό, ἔργον τορείας, ἀνάγλυφον (ἴδε τορεύω ΙΙ), Μένανδρ. ἐν «Ἁλιεῦσι» 4, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 230Ε· τορεύματα ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ Διόδ. 3. 47· ὀστράκινα τ. (ἀντὶ τορνεύματα) Στράβ. 381. ΙΙ. ἐν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 978, τόρευμα δεινὸν ποδὸς = τόρνευμα, ἡ ταχεῖα περιστροφή, ἴδε Matthiä ἐν τόπῳ· ἀλλ’ ὁ Στρέφ. διώρθωσε πόρευμα.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ τορεύω
ανάγλυφο, σκαλιστό έργο («τορεύματα ἀργυρᾱ καὶ χρυσᾱ», Διόδ.).