ὀνειδιστικός

Revision as of 08:05, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὀνειδιστική, ὀνειδιστικόν, reproachful, abusive, εἴς τι Luc.Cont.7; λόγοι D.S.16.93. Adv. ὀνειδιστικῶς M.Ant.1.10, Demetr. Eloc.289.

German (Pape)

[Seite 345] schmähend, tadelnd, Vorwürfe zu machen geneigt; Sp., ὀνειδιστικὸν τοῦτο εἰς τὴν τέχνην, Luc. Cont. 7, vgl. D. Mer. 1, 2. – Adv., M. Ant. 1, 10.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
v. ὀνειδιστής.

Russian (Dvoretsky)

ὀνειδιστικός: порицающий, поносящий, возводящий хулу (εἴς τι Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀνειδιστικός: -ή, -όν, ὑβριστικός, εἴς τι Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκ. 7.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὀνειδιστικός, -ἡ, -όν) ονειδιστής
προσβλητικός, υβριστικός, χλευαστικός.
επίρρ...
ονειδιστικώς και -άὀνειδιστικῶς)
με ονειδιστικό τρόπο, υβριστικώς, ταπεινωτικώς.

Greek Monotonic

ὀνειδιστικός: -ή, -όν, υβριστικός, κακοήθης, σε Λουκ.

Middle Liddell

ὀνειδιστικός, ή, όν [from ὀνειδίζω
reproachful, abusive, Luc.