ἐμπεριπίπτω
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 812] (s. πίπτω), hineinfallen, hineingeraten in Etwas, τινί, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπεριπίπτω: μέλλ. -πεσοῦμαι, πίπτω ἔν τινι, ἐμπίπτω, μετὰ δοτ., Ἱππ. 297. 24.
Greek Monolingual
ἐμπεριπίπτω (Α)
πέφτω, ενσκήπτω.