θεραπεύω
English (LSJ)
later also θᾰρᾰπεύω (q.v.), fut.
A -εύσω Th.2.51, etc.:—Med., fut. -εύσομαι h.Ap.390: aor. ἐθεραπευσάμην Nicostr. ap. Stob.4.23.65 codd., Gal.11.295:—Pass., fut. -ευθήσομαι Id.10.617: fut. Med. in pass. sense, Antipho4.2.4, Pl.Alc.1.135e: aor. ἐθεραπεύθην Id.Chrm.157b, etc.:—to be an attendant, do service, once in Hom., Od. 13.265:—Med., h.Ap.390. II do service to the gods, ἀθανάτους, θεοὺς θ., Hes.Op.135, Hdt.2.37, X.Mem.1.4.13, etc.; δαίμονα Pi.P.3.109; Διόνυσον, Μούσας, E.Ba.82 (lyr.), IT1105(lyr.); θ. Φοίβου ναούς serve them, Id.Ion111 (anap.): abs., worship, Lys.6.51; do service or honour to one's parents, E.Ion183 (lyr.), Pl.R.467a, Men.91a; serve, wait upon a master, Id.Euthphr.13d, cf. Ar.Eq.59, 1261, etc.; θ. τὰς θήκας reverence men's graves, Pl.R.469a. 2 in Prose, pay court to, [τινα] Hdt.3.80, etc.; in bad sense, flatter, wheedle, Th.3.12; θ. τὸ πλῆθος, τοὺς πολλούς, Id.1.9, Plu.Per.34; conciliate, τινὰ χρημάτων δόσει Th.1.137, cf. Hdn.2.2.8; τὸ θεραπεῦον,= οἱ θεραπεύοντες, Th.3.39; θ. γυναῖκα pay her attention, X.Cyr.5.1.18; also τὰς θύρας τινὸς θ. wait at a man's door, ib.8.1.6; αὐλὰς θ. καὶ σατράπας Men.897; αὐλὰς βασιλικὰς θ. D.L.9.63. 3 of things, consult, attend to, τὸ ξυμφέρον Th.3.56; ἡδονὴν θ. indulge one's love of pleasure, X.Cyr.5.5.41; θ. τὸ παρόν look to, provide for the present, S.Ph.149(anap.); τὸ ναυτικόν Th.2.65; τὴν ἄνοιξιν τῶν πυλῶν Id.4.67; θ. τοὺς καιρούς D.18.307: c. inf., take care that . ., θ. τὸ μὴ θορυβεῖν, μὴ λείπεσθαι, Th.6.61,7.70; θ. ὅπως πολιτεύσουσι Id.1.19; θ. ὡς . . Longus 4.1. 4 θ. τὸ σῶμα take care of one's person, Pl.Grg.513d; θ. αὑτούς Plu.Eum.9; θ. τὰς τρίχας Longus4.4; μύροις χαίτην θ. Archestr. Fr.62.3; θ. τοὺς πόδας LXX 2 Ki.19.24: c. acc. et inf., θ. κόμην φαίνεσθαι λιπαράν Plu.Lyc.22. 5 foster, τὴν ψυχήν, τὴν διάνοιαν, Pl.Cra.440c, R.403d; θ. κάδεα brood over sorrows, Pi.I.8(7).8. 6 θ. ἡμέρην observe a day, keep it as a feast, Hdt.3.79; ἱερὰ -όμενα Th.4.98. 7 treat medically, Hp.VM9, Th.2.47,51; τοὺς τετρωμένους X.Cyr.3.2.12; τραύματα Phld.Piet.89; μὴ θεραπεύειν βέλτιον· θεραπευόμενοι γὰρ ἀπόλλυνται ταχέως Hp.Aph.6.38; ταύτην τὴν θεραπείαν θεραπεύσεσθαι Antipho 4.2.4; θ. νόσημα Isoc.19.28; σώματα -όμενα Pl.Lg.684c; ὀφθαλμούς Arist.EN1102a19: abs., οἱ θεραπεύοντες Phld.Ir.p.29 W.: metaph., ὁ κοινὸς ἰατρός σε θεραπεύσει χρόνος Philippid.32; λύπην . . οἶδε θεραπεύειν λόγος Men.591; τὰ πονοῦντα μέρη τῆς νεώς D.S.4.41; τὰς ὑποψίας allayed, Plu.Luc.22; ὑπόνοιαν Phlp.in de An.408.3; δυστυχίαν assuage it, Luc.Ind.6. 8 of animals, train, ἵππους Pl.Grg.516e. 9 of land, cultivate, X.Oec.5.12; of trees, train, Hdt.1.193; στέλεχος Thphr.HP2.7.3. 10 prepare, dress, food or drugs, Archestr.Fr.13.4, al., Dsc.2.76 (Pass.). 11 mend garments, PGiss.79iv3 (Pass., ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1199] ein Diener, dienstbar, dienstwillig sein; Hom. einmal, Od. 13, 265 οὕνεκ' ἄρ' οὐχ ᾡ πατρὶ χαριζόμενος θεράπευον, vgl. θεράπων; so im tut. med. H. h. Apoll. 390. – Bes. als Untergebener einem Mächtigeren dienen, ihn verehren, ihm seine Verehrung durch Dienstleistungen beweisen; die Götter verehren, ἀθανάτους Hes. O. 137; Διόνυσον Eur. Bacch. 82, vgl. I. T. 1105; θεούς, τὸ θεῖον, Plat. Legg. VI, 776 b Tim. 90 c; θεραπεύοντες καὶ ἁγνεύοντες θύομεν Lys. 6, 51; τοὺς ναούς Eur. Ion 111; Plat. ὡς δαιμόνων οὕτω θεραπεύσομέν τε καὶ προσκυνήσομεν αὐτῶν τὰς θήκας Rep. V, 469 a; die Aeltern, τοὺς γονέας, πατέρας τε καὶ μητέρας ibd. 467 a; Men. 91 a; θεραπεύεσθαι ὑπὸ τῶν παίδων Lys. 19, 37; Eur. τοὺς βόσκοντας Ion 183; den Herrn, δοῦλοι τοὺς δεσπότας θεραπεύουσιν Plat. Euthyphr. 13 d. – Allgemein, pflegen, warten, Sorge tragen für Einen, bes. für einen Kranken, ὁ ἰατρὸς τὰ νοσήματα θεραπεύει καὶ ἐπισκοπεῖ Plat. Legg. IV, 720 d; ἰᾶσθαι τὰ θεραπευόμενα σώματα III, 684 c; ἔθνησκον οἱ μὲν ἀμελείᾳ, οἱ δὲ καὶ πάνυ θεραπευόμενοι, sorgfältig von Aerzten behandelt, Thuc. 2, 51; τοὺς ὀφθαλμούς, heilen, Arist. Eth. 1, 13; Folgde, wie Ath. XII, 522 b. Auch übertr. auf Sachen, ausbessern, ἕνεκα τοῦ θεραπεύειν ἀεὶ τὰ πονοῦντα μέρη τῆς νεώς D. Sic. 4, 41; ὑποψίαν, den Argwohn zu beseitigen suchen, Plut. Lucull. 22; – σῶμα καὶ ψυχήν Plat. Gorg. 513 d; τοὺς ἵππους 516 e; τὴν γῆν, das Land bestellen, Xen. Oec. 5, 12 u. Sp.; μήτε σίτου γεύσασθαι μήτε τινὰ ἄλλην θεραπείαν θεραπεῦσαι τὸ σῶμα Arr. An. 7, 14, u. ä. öfter bei Sp.; μύροις ἀγαθοῖς χαίτην Archestr. bei Ath. III, 101 c; geistig, μέλλεις τὴν ψυχὴν τὴν σαυτοῦ παρέχειν θεραπεῦσαι άνδρὶ σοφιστῇ Plat. Prot. 312 c; τὴν διάνοιαν Rep. III, 403 d; μὴ μαθοῦσι μηδὲ θεραπευθεῖσιν εἰς ἀρετήν, die nicht zur Tugend erzogen worden, Prot. 325 c. – Durch Dienstleistungen Jemand zu gewinnen suchen, τὸ πλῆθος τῶν Μυκηναίων τεθεραπευκότα, er hat für das Volk Sorge getragen, Thuc. 1, 9; οἱ μὲν ἡμᾶς ἐν τῷ πολέμῳ δεδιότες ἐθεράπευον 3, 12; γυναῖκα Xen. Cyr. 5, 1, 17, ihr die Aufwartung, den Hof machen; schmeicheln, Thuc. 3, 39; θερ. τὰς θύρας τῶν ἀρχόντων Xen. Cyr. 8, 1, 6. 3, 47, an der Thür erscheinen u. seine Aufwartung machen, wie αὐλὰς βασιλικάς D. L. 9, 63. Häufig auf Sachen übertr., ἱερά, dafür Sorge tragen, Thuc. u. A.; ἡδονήν Plat. Phaedr. 233 c Xen. Cyr. 5, 5, 41, der Luft nachgehen, auf das Vergnügen bedacht sein, ihm fröhnen; τὸ ξυμφέρον, seinen Vortheil wahrnehmen, Thuc. 3, 56; θεραπεύειν τὴν ἄνοιξιν τῶν πυλῶν, dafür Sorge tragen, 4, 67; Soph. πειρῶ τὸ παρὸν θεραπεύειν Phil. 149, versuche zu dienen, wie es der Augenblick erheischt; καιρόν, die rechte Zeit wahrnehmen, Pol. 11, 5, 2; vgl. Dem. 18, 307 τοὺς ὑπὲρ τῶν ἐχθρῶν καιροὺς ἀντὶ τῶν τῆς πατρίδος θεραπεύειν; – auch c. inf., θεραπεύοντες τὸ μὴ θορυβεῖν, dafür Sorge tragend, daß sie nicht lärmten, Thuc. 6, 61; Sp.; θεραπεύουσι κόμην φαίνεσθαι λιπαράν Plut. Lyc. 22; Luc. de merc. cond. 26.