παρουσία

Revision as of 19:16, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_6a)

English (LSJ)

ἡ, (πάρειμι)

   A presence, of persons, δεσπότου, etc., A.Pers. 169, etc. ; ἀνδρῶν π., = ἄνδρες οἱ παρόντες, E.Alc.606 ; πόλις μείζων τῆς ἡμετέρας π., = ἡμῶν τῶν παρόντων, Th.6.86 ; παρουσίαν μὲν οἶσθα . . φίλων, ὡς οὔτις ἡμῖν ἐστιν, i.e. that we have no friends present to assist us, S.El.948 ; of things, κακῶν E.Hec.227, Ar.Th.1049 ; ἀγαθῶν Pl.Grg.497e : abs., παρουσίαν ἔχειν, = παρεῖναι, S.Aj.540 ; τὰ τῆς τύχης . . κοινὰς [ἔχει] τὰς παρουσίας D.Prooem.39 ; αὐτὸ τὸ ἀγαθὸν [αἴτιον] τῇ π. τοῖς ἄλλοις τοῦ ἀγαθὰ εἶναι Arist.EE1217b5, cf. Pl.Phd. 100d, etc.    2 arrival, ἡμῶν κοινόπουν π. S.El.1104, cf. E.Alc.209, Th.1.128 ; εἰς Ἰταλίαν D.H.1.45 ; esp. visit of a royal or official personage, βασιλέως, etc., PTeb.48.14 (ii B. C.), IPE12.32A85 (Olbia, iii B.C.), etc.; of a god, IG42(1).122.34(Epid.).    3 occasion, v.l. in S. El.1251.    4 π. τισὶ ποιεῖσθαι entertain them on their official visits, OGI139.9 (Philae, ii B.C.).    5 in NT, the Advent, Ev.Matt.24.27, al.    6 Astrol., situation of a planet at a point on the zodiac, ἤτοι κατὰ παρουσίαν ἢ κατὰ συμμαρτυρίαν Vett.Val.49.26.    II substance, property, ὡς . . ἔχομεν παρουσίας Pl.Com.177, cf. Men.471 ; π. χρημάτων Crates Com.16.    2 contribution in money, Sch. Luc.Phal.1.3 (pl.).

German (Pape)

[Seite 528] ἡ, 1) Gegenwart; ὄμμα γὰρ δόμων νομίζω δεσπότου παρουσίαν, Aesch. Pers. 165; Ch. 660; τί δῆτα μέλλει μὴ παρουσίαν ἔχειν, = παρεῖναι, Soph. Ai. 536; ὅταν παρουσία φράζῃ, τότ' ἔργων τῶνδε μεμνῆσθαι χρεών, El. 1242, der gegenwärtige Augenblick, die günstige Gelegenheit; τί δῆτα τέκνων τῶνδε δεῖ παρουσίας; Eur. Hec. 1005; ἐπὶ κακῶν παρουσίᾳ, Ar. Th. 1049; u. in Prosa, Plat. Phaed. 100 d, ἀγαθῶν Gorg. 497 e, κακοῦ 217 b, Anwesenheit, Vorhandensein; auch Ankunft, Thuc. 1, 138; εἰς Ἰταλίαν, D. Hal. 1, 45. – 2) das Vermögen, wie οὐσία, VLL.