τρυγόνιον

Revision as of 17:52, 13 June 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

τό, Dim. of
A τρυγών 1, Them.Or.22.273c; as a pet name for a girl, AP7.222 (Phld.).
II = περιστερεὼν ὀρθός, Ps.-Dsc.4.59, Poet. deherb.56.
III f.l. for τιτιγόνιον (q.v.).

German (Pape)

[ῡ], τό, dim. von τρυγών, Philodem. 31 (VII.222).

Russian (Dvoretsky)

τρῡγόνιον: τό горлинка Anth.

Greek (Liddell-Scott)

τρυγόνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ τρυγὼν Ι, Θεμίστ. 273C· ὡς θωπευτικὸν ὄνομα κορασίου, Ἀνθ. Π. 7. 222. ΙΙ. φυτόν τι, ἄλλως περιστερεών, Ποιητ. π. τῆς τῶν Βοτανῶν Δυνάμεως 56· - τριγώνιον παρὰ Διοσκ. ἐν τοῖς Νόθοις 4. 60.

Greek Monotonic

τρῡγόνιον: τό, υποκορ. του τρυγών I, σε Ανθ.

Middle Liddell

τρῡγόνιον, ου, τό, [Dim. of τρυγών, Anth.]