σανδαρακίζω

Revision as of 06:47, 23 September 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

v.l. σανδᾰραχίζω, to be bright red, Dsc.5.104.

German (Pape)

[Seite 861] sandarachrot sein, hellrot sein, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰνδᾰρακίζω: ἢ -χίζω, ἔχω χρῶμα λαμπρὸν ἐρυθρόν, Διοσκ. 5. 113.

Greek Monolingual

και δ. γρφ. σανδαραχίζω Α σανδαράκη
έχω λαμπερό ερυθρό χρώμα.