ἱδρωτήριον

Revision as of 08:00, 25 September 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Russian: баня, паровая баня;" to "Russian: баня, паровая баня; Spanish: baño de vapor, baño turco, sauna;")

English (LSJ)

τό, sudatorium, Glossaria: pl., ἱδρωτήρια = sudorifics, Paul.Aeg.3.74.

Greek (Liddell-Scott)

ἱδρωτήριον: τό, τὸ προξενοῦν ἱδρῶτα, ἢ μέρος τοῦ λουτρῶνος ἔνθα ἠδύνατό τις νὰ ἱδρώσῃ ἐκ τῆς θερμότητος τῶν θερμῶν ἀτμῶν μόνον, πυριατήριον, ὑπόκαυστον, Γλωσσ.

Greek Monolingual

το (Α ἱδρωτήριον) ιδρώω
θάλαμος εφίδρωσης με την επίδραση θερμών ατμών
νεοελλ.
μέσο με το οποίο προκαλείται ιδρώτας.

Translations

steam bath

Chinese Mandarin: 蒸汽浴, 蒸汽室; Finnish: höyrysauna; French: hammam, bain de vapeur; Greek: ατμόλουτρο; Ancient Greek: ἄργελλα, ἱδρωτήριον, καπνιστήριον, πυρία, πυριατήριον, πυρίη, πυριητήριον; Hungarian: gőzfürdő; Icelandic: gufubað, eimbað; Latin: sudatorium; Polish: łaźnia parowa; Portuguese: banho de vapor, banho a vapor, banho turco; Russian: баня, паровая баня; Spanish: baño de vapor, baño turco, sauna; Swedish: ångbad, ångbastu; Turkish: hamam; Yiddish: שוויץ, שוויצבאָד; Yup'ik: maqivik