отношение
Russian > Greek
πράγμα, πρῆγμα, πρῆχμα, σχέσις, κοινώνημα, κοινωνία, συννέμησις, συνάλλαγμα, σύζευξις, χρεία, ὅρος, λόγος, συμβόλαιον, μέρος
πράγμα, πρῆγμα, πρῆχμα, σχέσις, κοινώνημα, κοινωνία, συννέμησις, συνάλλαγμα, σύζευξις, χρεία, ὅρος, λόγος, συμβόλαιον, μέρος