περικνημίς

Revision as of 06:51, 13 October 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

περικνημῖδος, ἡ, covering for the leg, gaiter, DH. 4.16, Plu. Phil. 9, Thd. Da. 3.21, PLond. 1.191.13 (ii AD).

German (Pape)

[Seite 580] περικνημῖδος, ἡ, Bedeckung der Wade, Beinschiene; D. Hal. 4, 16; Plut. Philop. 9.

French (Bailly abrégé)

περικνημῖδος (ἡ) :
armure des jambes, jambart.
Étymologie: περί, κνήμη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περικνημίς, περικνημῖδος, ἡ [περί, κνήμη] scheenplaat.

Russian (Dvoretsky)

περικνημίς: περικνημῖδος ἡ наголенник Plut.

Greek Monotonic

περικνημίς: ἡ (κνήμη), κάλυμμα για το πόδι, προστατευτικό της κνήμης, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

περικνημίς: περικνημῖδος, ἡ, περικάλυμμα τῆς κνήμης, Διον. Ἁλ. 4. 16, Πλουτ. Φιλοπ. 9.

Middle Liddell

περι-κνημίς, περικνημῖδος, ἡ, κνήμη
a covering for the leg, Plut.