συνεθιστέον
English (LSJ)
A one must accustom oneself, c. inf., Pl.R. 520c.
II one must accustom, πρὸς ταῦτα σ. αὑτούς, followed by infs., Plu.2.522d.
Greek (Liddell-Scott)
συνεθιστέον: ῥηματ. ἐπίθετ., πρέπει τις νὰ συνηθίσῃ ἑαυτόν, Πλάτ. Πολ. 520C. II. πρέπει τις νὰ συνηθίσῃ, τινὰ πρός τι Πλούτ. 2. 522D· τινὰ ποιεῖν τι αὐτόθι 11C.
Greek Monotonic
συνεθιστέον: ρημ. επίθ. του συνεθίζω, αυτό που πρέπει κάποιος να συνηθίσει, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνεθιστέον [συνεθίζω] adj. verb. n. (sc. ἐστίν ) men moet zich eraan wennen, met inf. om te.