ὀνομάζω

Revision as of 19:20, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

English (LSJ)

impf.

   A ὠνόμαζον A.Ag.682 (lyr.), etc. ; Ep. ὀν- Il.1.361, al. : fut. ὀνομάσω Pl.Cra.423d : aor. ὠνόμασα Od.24.339, etc.: pf. ὠνόμακα Pl.Sph.219b :—Pass., fut. -ασθήσομαι Gal.UP6.16, al. : aor. ὠνομάσθην and pf. ὠνόμασμαι, Th.1.96, 6.96, etc.; Ep. ὀνόμασται Parm.9.1, etc. ; 3pl. ὠνομάδαται D.C.37.16 :—Med., impf. ὠνομάζετο S.OT1021.—Aeol. or Dor. fut. 3sg. ὀνυμάξει (or -εῖ) Berl.Sitzb.1927.167 (Cyrene) : aor. ὀνύμαξε Pi.P.2.44 ; Med. fut. ὀνυμάξομαι ib.7.5 : pres. ὀνυμάζεται Metop. ap. Stob.3.1.116 : (ὄνομα) :—speak of by name, call or address by name, of persons, πατρόθεν ἐκ γενεῆς ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον Il.10.68, cf. 22.415 and ὀνομακλήδην ; Πυθοδώρου... ὃν Ἀθηναῖοι οὐκ ὀνομάζουσιν X.HG2.3.1 (interpol.); τοῖς προγόνοις -αζομένοις ἀπομνημονεύεται ὁπόστος ἀφ' Ἡρακλέους ἐγένετο his descent . . is traced by naming his ancestors, Id.Ages.1.2.    2 of things, name, specify, περικλυτὰ δῶρ' ὀνόμαζον Il.18.449 ; but also, name or promise, opp. giving, εἰ μὲν . . μὴ δῶρα φέροι, τὰ δ' ὄπισθ' ὀνομάζοι 9.515 ; εἶναί τι ὀνομάζειν use the term 'being', Pl.Tht.160b, cf. 166c, 201d ; dedicate, τράπεζαν τῷ δαίμονι Theopomp.Hist.121 :—Pass., λόγοισι . . ὠνόμασται βραχέσι have been expressed, S.OC294.    II ὀ. τινά τι call one something, Pi.P.2.44, A.Ag.681 (lyr.), Hdt.4.6, Th.1.3, E.Hel. 1193 ; ὄνομα τί σε . . ὠνόμαζεν λεώς; Id.Heracl.87 (lyr.) :—rarely in Med., παῖδά μ' ὠνομάζετο called me his son, S.OT1021 :—Pass., ὄνομα δ' ὠνομάζετο Ἕλενος Id.Ph.605 ; τὴν αὑτῆς ἐπωνυμίαν ὀνομαζόμενον Pl.Phdr.238a ; ἀντὶ γὰρ φίλων καὶ ξένων, ἃ τότ' ὠνομάζοντο D.18.46.    b nominate, ὀνομασθεὶς εἰς δεκαπρωτείαν POxy.1257.1, cf. 1204.4 (iii A.D.).    2 εἶναι is freq. added pleon., τὰς ὀνομάζουσι εἶναι Ὑπερόχην καὶ . . whose names they say are Hyperoche and... Hdt.4.33 ; σοφιστὴν ὀνομάζουσιν τὸν ἄνδρα εἶναι Pl.Prt.311e, cf. R.428e (Pass.), X.Ap.13, etc. ; cf. καλέω 11.3 b.    III name or call with reference to, in accordance with, or after... τινὰ or τι ἐπί τινι Pl. R.493c :—Pass., ἐπί τινος Isoc.12.183 ; ἔκ τινος S.OT1036, X.Mem. 4.5.12 ; ὁ τῆς ἀρίστης μητρὸς ὠνομασμένος S.Tr.1105.    IV utter names or words, ἐς τρὶς ὀνομάσαι Σόλων Hdt.1.86 ; μάλα σεμνῶς ὀνομάζων D.18.35, cf. 122,21.158 :—Pass., φύσις ἐπὶ τοῖς ὀνομάζεται ἀνθρώποισι the name φύσις is given by men to those things, Emp. 8.4, cf. Parm.9.1 ; παρανομίαν ἐπὶ τοῖς μὴ ἀνάγκῃ κακοῖς ὀνομασθῆναι the name of transgression is applied . ., Th.4.98 ; ἀπὸ τούτου τοῦτο ὀνομάζεται (sc. οὐ φροντὶς Ἱπποκλείδῃ) hence this saying is used, Hdt.6.130.    V make famous, in Pass., οἱ ὠνομασμένοι persons of renown, v.l. for διωνομασμένοι in Isoc.20.19.—Cf. ὀνομαίνω.

German (Pape)

[Seite 348] fut. ὀνομάσω, dor. ὀνομάξω (s. unten ὀνυμάζω), den Namen sagen, nennen, bei Namen aufrufen; πατρόθεν ἐκ γενεῆς ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον, Il. 10, 68; ἐξονομακλήδην ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον, namentlich aufrufend, 22, 415; Δαναῶν ὀνόμαζες ἀρίστους, riefst sie mit Namen, Od. 4, 278; πολλὰ περικλυτὰ δῶρ' ὀνόμαζον, Il. 18, 449, zählten sie auf; aber 9, 515 εἰ μὲν γὰρ μὴ δῶρα φέροι, τὰ δ' ὄπισθ' ὀνομάζοι heißt »die Geschenke nennen«, im Ggstz derer, die er giebt, also zusagen, versprechen; ἐς τρὶς όνομάσαι Σόλωνα, Her. 1, 86, sonst οὐνομάζω; – einen Namen geben, benennen, λαοὶ ὀνόμασθεν, Pind. Ol. 9, 50; τίς ποτ' ὠνόμαζεν ὧδ' ἐς τὸ πᾶν ἐτητύμως τὰν δορίγαμβρον Ἑλέναν; Aesch. Ag. 667; auch σοφιστὴν ὀνομάζουσι τὸν ἄνδρα εἶναι, Plat. Prot. 311 e; vgl. Her. 4, 33. – Pass. heißen, τῶν Λαΐου δήπου τις ὠνομάζετο, Soph. O. R. 1042; ὠνομάσθης ἐκ τύχης ταύτης, ὃς εἶ, 1036; u. med., ἀντὶ τοῦ δὴ παῖδά μ' ὠνομάζετο, er nannte mich seinen Sohn, 1021; mit doppeltem accus., ὄνομα ποῖον αὐτὸν ὀνομάζει, Eur. Ion 800, vgl. Hel. 1209; ἃς ἐλπίδας ὀνομάζομεν, Plat. Phil. 40 a, öfter, bes. im Crat.; Folgde, τοῦτο ἡ ναῦς ὠνομάζετο, so hieß das Schiff, Ep. ad. 364 (IX, 684), Τηλεβόαι γάρ με τόδ' ὠνόμασαν; überh. aussprechen, Wörter, Ausdrücke gebrauchen, sich ausdrücken, οὐ γὰρ τὰ ῥήματα τὰς οἰκειότητας ἔφη βεβαιοῦν, μάλα σεμνῶς ὀνομάζων, Dem. 18, 35; βο ᾷς ῥητὰ καὶ ἄῤῥητα ὀνομάζων, 18, 122. – Auch = namhaft, berühmt machen, οἱ ὠνομασμένοι, im Ggstz von ἄδοξοι, Isocr. 20, 19 (Bekk. διωνομασμένοι); ὠνομασμένος τὸ γένος, D. Sic. 11, 78. – Vgl. όνομαστός.