ὀνυμάζω
Φιλόπονος ἴσθι καὶ βίον κτήσῃ καλόν → Si non laboris te piget, vives bene → Sei arbeitsam, dann hast du reichlich Lebensgut
English (LSJ)
Aeolic and Doric for ὀνομάζω.
German (Pape)
[Seite 350] äol. = ὀνομάζω; ὠνύμαξε Κένταυρον, Pind. P. 2, 44; auch med., ὀνυμάξομαι, 7, 6.
English (Slater)
ὀνῠμάζω (impf. ὀνύμαζε v.l.: aor. ὀνύμαξεν, ὠνύμασεν: med. fut. pro act., ὀνυμάξεαι: pass. aor. ὀνύμασθεν.) name κτισσάσθαν λίθινον γόνον· λαοὶ δ' ὀνύμασθεν (O. 9.46) τὸν ὀνύμαζε τράφοισα Κένταυρον (ὀνύμαξε v.l.: v. Fraenkel on Ag. 681) (P. 2.44) ἐπεὶ τίνα πάτραν, τίνα οἶκον ναίων ὀνυμάξεαι ἐπιφανέστερον Ἑλλάδι πυθέσθαι; (Boeckh: ὀνυμάξαι codd.: ὀνυμάξομαι byz. et Σ, ut vid.) (P. 7.6) θησαυρόν, ὃν περίαλλ' ἐτίμασε Λοξίας, Ἰσμήνιον δ ὀνύμαξεν (P. 11.6) ἀλλά νιν εὑροῖσ' ἀνδράσι θνατοῖς ἔχειν, ὠνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον (Mommsen: ὠνόμασε(ν)) (P. 12.23)