χρυσόλογχος

Revision as of 08:31, 25 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E.''Ion''" to "E.''Ion'' ")

English (LSJ)

χρυσόλογχον, with spear of gold, with golden spear, Παλλάς E.Ion 9, cf. Ar.Th.318 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1381] mit goldener Lanze, mit goldener Spitze; Ar. Thesm. 318; Eur. Παλλάς, Ion 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la lance d'or.
Étymologie: χρυσός, λόγχη.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσόλογχος: вооруженный золотым копьем (Παλλάς Eur., Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόλογχος: -ον, ὁ ἔχων λόγχην χρυσῆν, Παλλὰς Εὐρ. Ἴων 9, Ἀριστοφ. Θεσμ.. 318· - οἱ χρυσόλογχοι, τὸ χρυσοῦν τάγμα, στρατιωτικὸν σῶμα, Γεώργ. Κεδρ. 727. 11.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (συν. ως προσωνυμία της Αθηνάς) αυτός που φέρει χρυσή λόγχη («οὐκ ἄσημος Ἑλλήνων πόλις, τῆς χρυσολόγχου Παλλάδος κεκλημένη», Ευρ.)
2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ χρυσόλογχοι
στρατιωτικό σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -λογχος (< λόγχη), πρβλ. πλατύλογχος].

Greek Monotonic

χρῡσόλογχος: -ον (λόγχη), αυτός που έχει χρυσή λόγχη, σε Ευρ.

Middle Liddell

χρῡσό-λογχος, ον, λόγχη
with spear of gold, Eur.