πλατύλογχος
From LSJ
ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest
English (LSJ)
πλατύλογχον,
A broadpointed, ἀκόντια Ar.Fr.476, cf. Alex.131, IG22.1487.98.
II Subst. πλατύλογχον, τό, partisan, Str.17.3.7, prob. in Hsch. s.v. μαδάρεις.
German (Pape)
[Seite 627] breitspitzig, mit breiter Lanzenspitze, ἀκόντιον, Ar. u. Men. bei Poll. 10, 144; τὸ πλ., als subst., breitspitzige Lanze, Strab. XVII.
Russian (Dvoretsky)
πλᾰτύλογχος: (ῠ) с широким острием (ἀκόντια Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτύλογχος: -ον, ὁ ἔχων πλατεῖαν λόγχην, π. ἀκόντια Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 401, πρβλ. Ἄλεξ. ἐν «Λευκαδία» 3· τὸ πλ. = πλατεῖα λόγχη, Στράβ. 828.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που έχει πλατιά αιχμή («πλατύλογχα ἀκόντια», Αριστοφ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πλατύλογχον
λόγχη με πλατιά αιχμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + -λογχος (< λόγχη)].