μελλονικιώ

Revision as of 12:17, 7 November 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

μελλονικιῶ, μελλονικιάω (Α)
(κωμικό λογοπαίγνιο για τον Νικία) αναβάλλω ή προσπαθώ να αποφύγω τη νίκη ως επικεφαλής της εκστρατείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + Νικίας].