πλημμύρω
German (Pape)
[Seite 633] oder πλημύρω, = πλημμυρέω; auch im med., Archil. 79; μαζοὶ πλήμμυρον λοχίης ἐκ νηδύος, Ap. Rh. 4, 704; vgl. Panyasis bei Ath. I, 37 a, μηδὲ βορῆς κεκορημένον ήΰτε παῖδα ἧσθαι πλημμύροντα.
Russian (Dvoretsky)
πλημμύρω: и πλημύρω (ῡ) приливать, разливаться (θάλασσα πλημμύρει Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
πλημμύρω: [ῡ], = πλημμυρέω, Πανύας 1. 18, Ἀρχίλ. 31, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 706, Ὀρφ., κλπ. ΙΙ. Μεταβατ. ἐνεργ., κάμνω τι νὰ ῥεύσῃ, νύμφαι λάλα νάματα πλημμύρουσαι Ὀρφ. Ἀργ. 492 ― Παθ., πλημμυρῶ, αὐτόθι 713. ― Παρ’ Ἡσυχ. ἀντὶ πλημμυρὸν ἀναγνωστέον πλημμῦρον (ὡς μετοχ.), Λοβεκ. Παθολ. 273.
Greek Monolingual
Α
βλ. πλημμυρώ.