ἑκκαίδεκα

Revision as of 14:02, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

οἱ, αἱ, τά, indecl., sixteen, Hdt.2.13, etc.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): Ϝεκαίδεκα SEG 38.1014.8 (Tarento VI a.C.); ἑξκαίδεκα Plu.2.367e
numeral indecl. dieciséis σιδάρια Ϝεκαίδεκα dieciséis objetos de hierro, SEG l.c., νῖκαι Pi.N.11.19, πήχεις Hdt.2.13, cf. Hp.Acut.(Sp.) 8, Plb.18.29.2, στάδιοι Plb.3.101.4, ἄρτοι Ar.Ra.551, μναῖ Pl.Ep.361b, Lys.19.25, πέντε ἢ ἑ. ἔτη quince o dieciséis años X.Cyr.1.4.16, Arist.HA 563a3, D.38.12, Philostr.VA 2.31, ἁμίδες Men.Fr.252, ἐλέφαντες Plb.5.86.6, ψυχαὶ ἀνθρώπων ἑ. χιλιάδες LXX Nu.31.40, ἑ. τε μόλις ἡμέρας Iust.Nou.158 proem.
subst. número dieciséis τεττάρων γὰρ τετράκις ἐστὶν ἑ. cuatro por cuatro son dieciséis como abstracción en mat., Pl.Men.83c, ποιῆσαι τὸ βάθος αὐτῆς (τῆς φάλαγγος) ... εἰς ἑ. disponer la falange de dieciséis en fondo Plb.12.19.6, cf. 7, 9, 18.30.1.

German (Pape)

[Seite 761] indecl., sechszehn, Plat. u. Folgde; für eine unbestimmte Menge, Luc. D. D. 1.

French (Bailly abrégé)

indécl.
seize.
Étymologie: ἕξ, καί, δέκα.

Russian (Dvoretsky)

ἑκκαίδεκα: οἱ, αἱ, τά indecl. шестнадцать Her. etc.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκκαίδεκα: οἱ, αἱ, τά, ἄκλ. = δεκαέξ, Λατ. sedecim, Ἡρόδ. 2. 13, κτλ.

English (Slater)

ἑκκαίδεκα sixteen ἐκ δὲ περικτιόνων ἑκκαίδεκ' Ἀρισταγόραν ἀγλααὶ νῖκαι ἐστεφάνωσαν (join with νῖκαι; Σ contra, ἀνταγωνιστῶν δεκαὲξ ὄντων) (N. 11.19)

Greek Monolingual

ἑκκαίδεκα, οι, αι, τα (AM)
δεκαέξι.

Greek Monotonic

ἑκκαίδεκα: άκλιτο, δεκαέξι, Λατ. sedecim, σε Ηρόδ. κ.λπ.

Middle Liddell


indecl. sixteen, Lat. sedecim, Hdt., etc.

Lexicon Thucydideum

sedecim, sixteen, 1.116.1. 3.21.1. 3.21.2. 4.25.1. 6.67.2. 7.29.3. 8.13.1. 8.19.2. 8.99.1. 8.102.2.