πείρινς
English (LSJ)
ινθος, ἡ,
A wicker basket tied upon the ἅμαξα, body of the cart, πείρινθα δὲ δῆσαι ἐπ' αὐτῆς [ἀμάξης] Il.24.190, cf. 267; τὰ μὲν ἐς πείρινθα τίθει Od.15.131.—Hom. only uses the acc. πείρινθα; gen., A.R.3.873 : πείρινθος cited as nom. by Hsch., EM668.21 :—also πείρινθα, ibid.
German (Pape)
[Seite 547] ινθος, ἡ, der Wagenkorb (nach Apoll. L. H. τὰ ἐπὶ τῆς ἁμάξης, εἰς ἃ ἐντίθεται τὰ πρὸς τὴν χρείαν, ἕνεκα τοῦ πλείω χωρεῖν), Il. 24, 190. 267, aus welchen Stellen hervorgeht, daß er jedesmal auf den Wagen aufgebunden wird, Od. 15, 131. Bei Hom. nur im accus. πείρινθα. Bei Ap. Rh. 5, 873 πείρινθος ἐφαπτόμεναι μετόπισθε.