πείρινθος

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source

German (Pape)

[Seite 547] ἡ, spätere Form von πείρινς, VLL.; nach E. M. auch ἡ πείρινθα, u. bei Apoll. L. H. ἃ λέγομεν πειρίνθια.

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. πείρινς.