πείρινς

From LSJ

τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πείρινς Medium diacritics: πείρινς Low diacritics: πείρινς Capitals: ΠΕΙΡΙΝΣ
Transliteration A: peírins Transliteration B: peirins Transliteration C: peirins Beta Code: pei/rins

English (LSJ)

ινθος, ἡ, wicker basket tied upon the ἅμαξα, body of the cart, πείρινθα δὲ δῆσαι ἐπ' αὐτῆς [ἀμάξης] Il.24.190, cf. 267; τὰ μὲν ἐς πείρινθα τίθει Od.15.131.—Hom. only uses the acc. πείρινθα; gen., A.R.3.873: πείρινθος cited as nom. by Hsch., EM668.21:—also πείρινθα, ibid.

German (Pape)

[Seite 547] ινθος, ἡ, der Wagenkorb (nach Apoll. L. H. τὰ ἐπὶ τῆς ἁμάξης, εἰς ἃ ἐντίθεται τὰ πρὸς τὴν χρείαν, ἕνεκα τοῦ πλείω χωρεῖν), Il. 24, 190. 267, aus welchen Stellen hervorgeht, daß er jedesmal auf den Wagen aufgebunden wird, Od. 15, 131. Bei Hom. nur im accus. πείρινθα. Bei Ap. Rh. 5, 873 πείρινθος ἐφαπτόμεναι μετόπισθε.

French (Bailly abrégé)

(ἡ) ; seul. acc. πείρινθα;
panier d'osier qu'on adaptait à un char.
Étymologie: DELG emprunt ou substrat typique de par la forme.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πείρινς -ινθος, ἡ mand (op wagen).

Russian (Dvoretsky)

πείρινς: ινθος ἡ (только acc. πείρινθα) (привязывавшийся к колеснице) короб Hom.

English (Autenrieth)

acc. πείρινθα: wagon-box or body, perhaps of wicker-work, Od. 15.131.

Greek Monolingual

-ινθος, ἡ, και επικ. τ. πείρινθα και πείρινθος, ὁ, Α
μεγάλο πλεχτό καλάθι, τετράγωνο ή κυκλικό, πλεγμένο από κλάδους ιτιάς ή σχοίνων ή από καλάμια, το οποίο προσδενόταν πάνω σε άμαξα ή σε άρμα και χρησίμευε ως κάθισμα ή για την τοποθέτηση τροφίμων, αλλ. πλινθίον («ἅμαξαν... ὁπλίσαι ἡνώγει, πείρινθα δὲ δῆσαι ἐπ' αὐτῆς», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η μορφή της λ. οδηγεί στο να θεωρηθεί δάνειο (πιθ. πελασγικό) ή τ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος. Απίθανη φαίνεται η σύνδεση της λ. με τα τοπωνύμια Πειρήνη και Πειραιεύς].

Greek Monotonic

πείρινς: -ινθος, ἡ, καλαμένιο καλάθι (πλεκτό) προσαρτημένο πάνω σε άμαξα ή όχημα, αποτελώντας στην ουσία το κύριο τμήμα της άμαξας, σε Όμηρ.

Greek (Liddell-Scott)

πείρινς: -ινθος, ἡ, μέγας κάλαθος πλεκτὸς προσδεδεμένος ἐπὶ τῆς ἁμάξης, ἀποτελῶν πράγματι αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς ἁμάξης, πείρινθα δὲ δῆσαι ἐπ’ αὐτῆς [δηλ. τῆς ἁμάξης], «τὸ ἐπικείμενον τῇ ἁμάξῃ πλινθίον, ἐφ’ οὗ φέρουσι τὰ φορτία, δ καὶ ὑπερτερίαν καλοῦσιν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ω. 190, 267· τὰ μὲν ἐς πείρινθα τίθει Ὀδ. Ο. 131, ἔνθα ἴδε Εὐστάθ.: - Ὁ Ὅμ. χρῆται μόνον τῇ αἰτ. πείρινθα· γενικ. παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 873· παρ’ Ἡσυχ. καὶ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. πείρινθος, -θα, μνημονεύονται ὡς τύποι τῆς ὀνομ. - Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «πείρινθος· πλέγμα, τὸ ἐπὶ τῆς ἁμάξης, τὸ πλινθίον, τὸ ἐπιτιθέμενον τῇ ἁμάξῃ τετράγωνον».

Middle Liddell

πείρινς, ινθος, ἡ,
a wicker-basket fixed upon the ἅμαξα or carriage, being in fact the body of the cart, Hom.