διαιρετέον
English (LSJ)
A one must divide or distinguish, Pl.R. 412b, Lg.874e, Porph.Abst.2.38; δίχα δ. Pl.Sph.265a; τινὰς ἀπ' ἀλλήλων Id.Plt.287b; διαιρετέον πόσαι διαφοραί Arist.Pol.1289b12.
2 one must open a vein, Antyll. ap. Orib. 7.2 tit., Aët.16.90.
Spanish (DGE)
1 medic. hay que abrir ποῖα ... ἀγγεῖα δ. Antyll. en Orib.7.7 tít., σμιλίῳ δ. τὸν κορυφωθέντα τόπον Aët.16.90.
2 hay que dividir, hay que clasificar cosas y abstr. τὰ τραύματα Pl.Lg.874e, τὴν ποιητικὴν δίχα Pl.Sph.265a, τὰς διαλέκτους Str.14.5.26, δ. οὖν αὐτὸν (λόγον) εἰς κεφάλαια προηγούμενα Ph.1.179, τὸ ποιόν Plot.2.6.1, cf. 6.1.8
•hay que distribuir pers. δίχα δ. αὐτοὺς ἐπὶ τὰς οἰκίας Plu.2.577c.
3 hay que distinguir τί ... δ. Pl.R.412b, πρώτας ἀπ' ἀλλήλων δ. Pl.Plt.287b, δ. πόσαι διαφοραὶ τῶν πολιτειῶν Arist.Pol.1289b12, cf. Rh.1366a8, δ. τῶν ἐνθυμημάτων τά τε εἴδη καὶ τοὺς τόπους Arist.Rh.1358a29, cf. 1359a27, τὰ συναπτόμενα τούτῳ δ. D.L.10.88, δ. οὖν τὸν τρόπον τοῦτον hay que hacer la siguiente distinción Porph.Abst.2.38.
Greek (Liddell-Scott)
διαιρετέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ διαιρέσῃ τι, Πλάτ. Πολ. 412Β, Σοφ. 265Α, κ. ἀλλ.· τι ἀπό τινος Πολιτ. 287Β, πρβλ. Νόμ. 874Ε.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαιρετέον, adj. verb. van διαιρέω, er moet onderscheiden worden, er moet verdeeld worden.