λιχνώδης

Revision as of 12:22, 22 November 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

λιχνώδες, = λίχνος, greedy, Ael.Fr.325 (Sup.).

Greek (Liddell-Scott)

λιχνώδης: -ες, = λίχνος, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. σοβαρός.

Greek Monolingual

λιχνώδης, -ῶδες (AM) λίχνος
επιρρεπής στη λιχνεία, λαίμαργος, λίχνος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ λιχνῶδες
η λαιμαργία, η λιχνεία.

German (Pape)

ες, leckerhaft, Suid.