ἑωθινός

Revision as of 19:33, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_1)

English (LSJ)

ή, όν, (ἕως (A))

   A in the morning, early, ὁ ἥλιος ὁ ἑ. Hdt.3.104; ἑωθινὸς εἶδον στρατόν S.Fr.502; οὔσης . . ἐκκλησίας ἑ. Ar.Ach.20; πότοι Bato 5.3; τὸ ἑ., as Adv., early in the morning, Hdt. l. c., Hp. Aër. 6; ἐξ ἑωθινοῦ, = ἕωθεν, Ar.Th.2, Pl.Phdr.228b, etc.; ἐξ ἑ. μέχρι δείλης X.HG1.1.5; εὐθὺς ἐξ ἑ. Alex.257.4; περὶ τὴν ἑ. φυλακήν about the morning watch, Plb.3.67.2; ὑπὸ τὴν ἑ. (alone) ib.43.1, cf. LXX 1 Ma.5.30; ἑ. φυλακῆς Plu.Pomp.68; προσειπεῖν τὸ ἑ. to wish one good morning, Luc.Laps.1, cf. Macho ap.Ath.13.580d (dub. l.); ἑ. δίκαι, prov. for business soon transacted, AB258.    2 eastern, ἔθνος D.P.697: Comp. -ώτερος Str.11.2.2: Sup. -ώτατος Id.4.5.1.

German (Pape)

[Seite 1133] zum Morgen gehörig, morgendlich, am Morgen; ἑωθινὸν εἶδον στρατὸν στείχοντα Soph. frg. 445; οὔσης κυρίας ἐκκλησίας ἑωθινῆς Ar. Ach. 20; Eur. Rhes. 770; τὸ ἑωθινόν, am Morgen, z. B. θερμότατός ἐστι ὁ ἥλιος τούτοισι τοῖσι ἀνθρώποισι τὸ ἑωθ. Her. 3, 104; ἐξ ἑωθινοῦ, vom Morgen an, ἀπολεῖ μ' ἀλοῶν ἅνθρωπος ἐξ ἑωθινοῦ Ar. Th. 2; ἐξ ἑωθινοῦ ἕστηκε Plat. Conv. 220 c; ἐξ ἑωθ. μέχρι δείλης Xen. Hell. 1, 1, 5; ὑπὸ τὴν ἑωθινὴν φυλακήν Pol. 3, 67, 2, wie ἐπὶ τοῖς τόποις εἶναι ἑωθινῆς φυλακῆς 1, 45, 5 (vgl. Plut. Pomp. 68); auch allein, ὑπὸ τὴν ἑωθινήν, gegen Morgen, 3, 43, 1 u. öfter; προσειπεῖν τὸ ἑωθινόν, den Morgengruß abstatten, Luc. pro lapsu 1; – ἑωθιναὶ δίκαι wurden nach B. A. 258 sprichwörtlich genannt τὰ βραχέα πράγματα, ἐπεὶ ταῦτα ὄρθρου ἐξεδίκαζον. – Auch von der Himmelsgegend, ἑωθινὸν ἔθνος D. Per. 697; ἑωθινώτερος ἐκείνου, mehr gegen Osten gelegen, Strab. XI, 493, ἑωθινωτάτου σημείου IV, 199.