κείρω
English (LSJ)
fut.
A κερῶ Pl.R.471a, Ion. κερέω Il.23.146: aor. ἔκειρα Pi. P.9.37, E.Tr.1173, etc., Ep. ἔκερσα Il.13.546 (ἀπο-, in tmesi), A. Supp.666 (lyr.): pf. κέκαρκα Sammelb.6002 (ii B.C.), (περι-) Luc. Symp.32:—Med., fut. κεροῦμαι E. Tr.1183, (ἀπο-) Pl.Phd.89b: aor. ἐκειράμἡν Lys.2.60, etc., Ep. ἐκερσάμην Call.Fr.311, A.Pers.953 (lyr.): —Pass., aor. 1 part. κερθείς (v.l. καρθ-) Pi.P.4.82: aor. 2 ἐκάρην [ᾰ] PSI4.368.45 (iii B.C.), subj. κᾰρῇ Hdt.4.127, inf. κᾰρῆναι, part. καρείς, Luc.Sol.6, Plu.Lys.1: pf. inf. κεκάρθαι Hdt.2.36: Att. plpf. ἐκεκάρμην Luc.Lex.5. (Cf. Skt. kṛṇā´ti 'wound', Lat. caro: prob. also OE. scieran, Eng. shear.):—cut short, shear, clip, esp. of hair, σοί τε κόμην κερέειν (sc. Σπερχειῷ) Il.23.146, cf. Paus.1.37.3; κ. ἐν χρ [τὰς τρίχας] crop it close, Hdt.4.175; ἀλόχων κείραντες ἔθειραν E.Hel.1124 (lyr.): —more freq. in Med., cut off one's hair or have it cut off, as a sign of mourning (cf. κουρά), τοῦτο . . γέρας οἶον ὀϊζυροῖσι βροτοῖσι, κείρασθαί τε κόμην βαλέειν τ' ἀπὸ δάκρυ παρειῶν Od.4.198, cf. 24.46, Il.23.46; πολύν σοι βοστρύχων πλόκαμον κεροῦμαι E.Tr.1183; κείρομαι κόμαν Id.Ph. 322 (lyr.): abs., cut off one's hair, κείρασθε, συμπενθήσατ' Id.HF1390; ἐφ' οἷς ἡ πόλις ἐπένθησε καὶ ἐκείρατο Aeschin.3.211, etc.; ἄξιον ἦν ἐπὶ τῷδε τῷ τάφῳ κείρασθαι τῇ Ἑλλάδι Lys. l.c.: Com., πρὸς φθεῖρα κείρασθαι to have oneself close shorn, Eub.32:—Pass., κουρᾷ . . πενθίμῳ κεκαρμένος E.Or.458; σύμβολον κ. half-cropped, Hermipp.14; τὰ ῥόδα κ. Pherecr.108.29; also, of the hair, to be cut off, πλόκαμοι κερθέντες Pi.P.4.82; βοστρύχους κεκαρμένους E.El.515. 2 crop a person, σφέας αὐτοὺς καὶ τοὺς ἵππους, in sign of mourning, Hdt.9.24; κεκάρθαι τὰς κεφαλάς to have their heads shorn, Id.2.36; Θρᾳκιστὶ κέκαρμαι Theoc.14.46; v. χρώς 1.2, ἐγκυτί; shear sheep, μάχαιραι κουρίδες, αἷς κείρομεν τὰ πρόβατα καὶ τοὺς ποιμένας Cratin.37; κείρεσθαί (tonderi) μου τὰ πρόβατα, ἀλλ' οὐκ ἀποξύρεσθαι (deglubi) βούλομαι Tiber. ap. D.C. 57.10 (cf. infr. 3); τὸ μὲν [καρῆναι] ἐπὶ προβάτων τιθέασι καὶ ἐπὶ ἀτίμου κουρᾶς (cf. Luc.Sol.6), κείρασθαι δὲ ἐπὶ ἀνθρώπων Phryn.292; but τῶν Ἀργείων ἐπὶ πένθει καρέντων Plu.l.c.; τῷ σε χρὴ δρεπάνοισι καὶ οὐ ψαλίδεσσι καρῆναι AP11.368 (Jul. Antec.). 3 metaph., 'fleece', plunder, τὴν μάμμην Herod.3.39. II cut down, δοῦρ' ἐλάτης κέρσαντες Il. 24.450; ὕλην S.Tr.1196; crop close, opp. ἐπιτέμνειν, Thphr.CP3.23.3; pluck, ἄνθη Philostr. VA1.5: metaph., ἐκ λεχέων κ. μελιαδέα ποίαν Pi.P.9.37; Ἄρης κέρσειεν ἄωτον A.Supp.666 (lyr.). 2 ravage a country, esp. by cutting down crops and fruit-trees, τὸ πεδίον Hdt.5.63; τέμενος Id.6.75, cf. OGI765.10 (Priene); τὴν γῆν Hdt.6.99, Th. 1.64; χώραν Aen.Tact.15.9; destroy, πόλιν Call.Fr.1.60 P.; also, clear, of pioneers, ὄρος Hdt.7.131:—Pass., of a country, to be ravaged, καρῆναι Id.4.127, cf. 8.65; κεκαρμένα κτήματα SIG364.67 (Ephesus, iii B.C.):—Med., χθὼν πεύκας κειραμένη having its pine-trees cut down, AP9.106 (Leon.); ἄρουραι λήϊα κειράμεναι Ps.-Phoc.166: metaph., Σπάρτη . . ἐκείρατο δόξαν had her glory shorn off, Epigr. ap. Paus. 9.15.6; Ἄρης νυχίαν πλάκα κερσάμενος having had the plain swept clean (by destroying the men), A.Pers.953 (lyr.). 3 ἔκειρε πολύκερων φόνον slaughtered many a horned beast by hewing, S.Aj.55. 4 hew, carve, ἐπίβασιν Inscr.Cypr.99 H. 5 cut through transversely, opp. σχίζειν (slit longitudinally), φλέβα Antyll. ap. Orib.7.11.3. III generally, destroy, consume: 1 tear, eat greedily, of beasts, κείρει τ' εἰσελθὼν βαθὺ λήϊον [ὄνος] Il.11.560; of fish, δημὸν . . ἐπινεφρίδιον κείροντες 21.204; of vultures, ἧπαρ ἔκειρον Od.11.578, cf. Luc.DDeor. 1.1, DMort.30.1. 2 metaph., waste, devour, ἐκείρετε πολλὰ καὶ ἐσθλὰ κτήματ' ἐμά Od.2.312; ἔκειρον κτήματ' ἐνὶ μεγάρῳ 22.369, etc.: abs., κείρετε (sc. βίοτον) 1.378.
German (Pape)
[Seite 1412] fut. κερῶ, äol. u. ep. κέρσω, aor. ἔκειρα, p. ἔκερσα, perf. pass. κέκαρμαι, aor. ἐκάρην, auch ἐκέρθην, scheeren; a) eigentlich, das Haar abscheeren, abschneiden; σοί τε κόμην κερέειν Il. 23, 146; häufiger im med., κείροντο δὲ χαίτας Od. 24, 46, wie κείρασθαι κόμην 4, 198, sich das Haar scheeren; absol., κείρεσθαι, sich scheeren, Il. 23, 136; immer ein Zeichen der Trauer, bes. um Verstorbene; πλόκαμοι κερθέντες Pind. Ol. 4, 82; ὧν ἀλόχων κείραντες ἔθειραν Eur. Hel. 1134; ἐμὰν λευκόχροα κείρομαι κόμαν Phoen. 326; absol., κείρασθε, συμπενθήσατε Herc. Fur. 1390, wie Aesch. ἐφ' οἷς ἡ πόλις ἐπένθησε καὶ ἐκεί. ρατο 3, 211; Arist. rhet. 3, 10 u. A.; σφέας αὐτοὺς κείροντες καὶ τοὺς ἵππους Her. 9, 24; ἅμα κήδεϊ κεκάρθαι τὰς κεφαλάς 2, 36; Folgde. Nach Phryn. κείρασθαι von Menschen, καρῆναι von Schaafen und anderen Thieren, vgl. Lob. ib. 319 u. B. A. 103; aber Plut. sagt τῶν Ἀργείων ἐπὶ πένθει καρέντων, Lys. 1. – b) auch von anderen Dingen, abschneiden; δοῦρ' ἐλάτης κέρσαντες, Fichtenholz abhauen, Il. 24, 450; πολλὴν μὲν ὕλην τῆς βαθυῤῥίζου δρυὸς κείραντα Soph. Trach. 1186; ὁπότ' ἐκ λειμῶνος ἐΰπνοα λείρια κέρσοι Hosch. 2, 32; Her. sagt ἔκειρε τὸ οὖρος, 7, 131, er rasirte das Gebirge, hieb alle Waldung um; übertr., μηδ' Ἀφροδίτας εὐνάτωρ Ἄρης κέρσειεν ἄωτον Aesch. Suppl. 652, vgl. Ch. 170. 187. – c) von Thieren, abfressen, abweiden; λήϊον, δημόν, Il. 11, 560. 21, 204; γῦπε ἧπαρ ἔκειρον, zwei Geier fraßen die Leber ab, Od. 11, 578; Luc. D. D. 1, 1 D. Hort. 30, 1; ἔνθ' εἰσπεσὼν ἔκειρε πολύκερων φόνον Soph. Ai. 55, er mordete die gehörnte Heerde; – κτήματα κείρειν, Hab und Gut aufzehren, Od. 2, 312. 22, 369 u. sonst; auch ohne κτήματα, 1, 378. 2, 143. – d) übh. verwüsten, vernichten, vertilgen; μάχης ἐπὶ μήδεα κείρειν, den Kampf verderben, Jemanden am Kämpfen hindern, Il. 15, 467. 16, 120; Länder, Städte u. dgl., wo wieder an ein Umhauen der Bäume u. ein Abschneiden des Getreides zu denken ist; νυχίαν πλάκα κερσάμενος Aesch. Pers. 914; ἐςβαλὼν ἔκειρε τὸ τέμενος τῶν θεῶν Her. 6, 75, vgl. 99; pass., ἡ Ἀττικὴ ἐκείρετο ὑπὸ τοῦ πεζοῦ 8, 65; οὐδ' ἄρα τὴν Ἑλλάδα Ἕλληνες ὄντες κεροῦσιν Plat. Rep. V, 471 b. – Verwandt ist ξύρω, vgl. Buttmann Lexil. II p. 264.