στεγανός

Revision as of 19:47, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_6b)

English (LSJ)

ή, όν, (στέγω)

   A covering so as to keep out water, water-tight, τρίχα X.Cyn.5.10; πλοῖα Arist.Fr.554; of other things, κλῶνες . . κεράμων -ώτεροι AP9.71 (Antiphil.); πυκνὸν καὶ σ. Plu.2.692a; προβλημάτων -ώτατον πρὸς ὀϊστούς Id.Ant.45.    2 generally, enclosing, confining, δίκτυον A.Ag.358 (anap.).    II closely covered, sheathed, λευκῆς χιόνος πτέρυγι στεγανός, of Polynices, represented as an eagle, covered by his white Argive shield (cf. λεύκασπις), S.Ant.114 (anap.); of a building, ἄνωθεν σ. roofed over, Th.3.21, cf. Trag.Adesp.115, Call.Cer. 55, D.H.1.26; οὓς [ναοὺς] . . δοκὸς στεγανοὺς παρέχει E.Fr.472.6 (anap.).    2 strongly fortified, πόλις Aristid.Or.21(22).12 (Comp.); ἕρκη Lib.Decl.23.77 (Sup.).    3 indoor, δίαιτα, opp. open-air life, Ph.2.297.    4 metaph., τὸ ἀκόλαστον αὐτοῦ καὶ οὐ σ. its intemperance and leakiness, Pl.Grg.493b; and of persons, close, reserved, prov., Ἀρεοπαγίτου -ώτερος Alciphr.1.13, cf. Them.Or.21.263a, Or.26.323d, etc.    III Adv. -νῶς confinedly, through a covered passage or tube, ἡ πνοὴ ἰοῦσα σ. Th.4.100; πωμάσαι σ. cover tightly, Dsc.2.76.14: Comp., -ώτερον πρὸς τὰς τῶν ὑετῶν φορὰς ἀντέχειν Ph.2.513; ναῦς -ώτατα ἔχει Aristid.Or.34(50).31.    2 metaph., -ώτερον φρονεῖν AP5.215 (Agath.); -ώτατα κατεῖχεν ἔνδον τὴν αὑτοῦ γνώμην Memn. 6.—Cf. στεγνός.

German (Pape)

[Seite 932] bedeckt; λευκῆς χιόνος πτέρυγι στεγανός, Soph. Ant. 114; πύργοι ἄνωθεν στεγανοί, Thuc. 3, 21; auch adv. στεγανῶς, 4, 100; – von Menschen, versteckt, verschwiegen, Ggstz ἀκόλαστος, Plat. Gorg. 493 b; daher Ἀρεοπαγίτου στεγανώτερος, Alciphr. 1, 13; στεγανώτατα τὴν αὑτοῦ γνώμην ἔνδον κατεῖχε, Memnon. 6; vgl. noch στεγανώτερον φρονεῖν, Agath. 4 (V, 216), was Suid. πυκινώτερον, συνεχέστερον erklärt; – τρίχες, dicht, das Wasser nicht durchlassend, Xen. Cyn. 5, 10; – zusammengezogen, verstopft, νηδύς, Nic. Al. 367; – akt., bedeckend, ἐπὶ Τροίας πύργοις ἔβαλες στεγανὸν δίκτυον, Aesch. Ag. 349.