λεύκασπις

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεύκασπις Medium diacritics: λεύκασπις Low diacritics: λεύκασπις Capitals: ΛΕΥΚΑΣΠΙΣ
Transliteration A: leúkaspis Transliteration B: leukaspis Transliteration C: leykaspis Beta Code: leu/kaspis

English (LSJ)

ῐδος, ὁ, ἡ, white-shielded, of a Trojan, Il. 22.294; of the Carians, X.HG3.2.15; of a Maced. corps, Plu.Cleom. 23; in Trag. especially of the Argives, A.Th.89 (lyr.), S.Ant.106 (lyr.), E.Ph.1099; κόραι λ. Lyr.Adesp.68.

German (Pape)

[Seite 33] ιδος, weiß beschildet, mit einem weiß angestrichenen oder einem hellen, blanken Schilde; Δηΐφοβος Il. 22, 294. Bes. heißen so die Argiver vor Theben (weiß mochte die Nationalfarbe der Argiver sein), λαός Aesch. Spt. 88, φώς Soph. Ant. 106, Ἀργείων στρατός Eur. Phoen. 1099; Κᾶρες Xen. Hell. 3, 2, 15; Sp., wie Plut. Cleom. 23.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ὁ, ἡ)
au bouclier blanc ou brillant.
Étymologie: λευκός, ἀσπίς.

Russian (Dvoretsky)

λεύκασπις: ῐδος adj. с белым, т. е. сверкающим щитом (Δηΐφοβος Hom.; ὁ φώς Soph.): λευκάσπιδες ὁπλῖται Plut. вооруженные белыми щитами гоплиты (отборные отряды в македонской армии).

Greek (Liddell-Scott)

λεύκασπις: ῐδος, ὁ, ἡ, ἔχων λευκὴν ἀσπίδα, ἐπὶ τοῦ Δηιφόβου, Ἰλ. Χ. 294· ἐπὶ τῶν Καρῶν, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 15· ἐπὶ Μακεδονικοῦ στρατιωτικοῦ σώματος, Πλουτ. Κλεομ. 23· ― παρὰ τοῖς Τραγ. οἱ Ἀργεῖοι καλοῦνται λευκάσπιδες, Αἰσχύλ. Θήβ. 90, Σοφ. Ἀντ. 106, Εὐρ. Φοίν. 1099, ― οὐχὶ ὡς φέροντες ἀσπίδας ἁπλᾶς ἄνευ τινὸς ἐπ’ αὐτῶν παραστάσεως ἢ συμβόλου, (ἐπειδὴ τοῦτο ἦτο κοινὸν μεταξὺ πάντων τῶν Ἑλλήνων, ἴδε Στάνλ. εἰς Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ.), ἀλλ’ ἐπειδὴ λευκὸν ἦτο τὸ συμβολικὸν τῶν Ἀργείων χρῶμα· πρβλ. στεγανός.

English (Autenrieth)

ιδος: with white shield, white-shielded, Il. 22.294†.

Greek Monolingual

λεύκασπις, -άσπιδος, ό, ἡ (Α)
αυτός που έχει λευκή ή λαμπρή ασπίδα («λεύκασπιν Ἀργείων στρατόν», Ευρ.).

Greek Monotonic

λεύκασπις: -ῐδος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει λευκή ασπίδα, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.· στους Τραγ., οι Αργείοι καλούνται λευκάσπιδες.

Middle Liddell

λεύκ-ασπις, ῐδος, ὁ, ἡ,
white-shielded, Il., Xen.:—in Trag. the Argives are λευκάσπιδες.

English (Woodhouse)

with white shield

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)