σάρξ
English (LSJ)
gen. σαρκός, ἡ, Aeol. σύρξ EM708.31:—
A flesh, Hom. always in pl., exc. Od.19.450, cf. Hes.Sc.364,461; κορέει κύνας . . δημῷ καὶ σάρκεσσι Il.8.380; ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα Od.9.293, cf. 11.219; σάρκες περιτρομέοντο μέλεσσιν 18.77, cf. Hes.Th.538, Pi.Fr.168, etc.; τούτου σάρκας λύκοι πάσονται A.Th.1040; ὀπτὰς σάρκας Id.Ag.1097; σάρκες δ' ἀπ' ὀστέων . . ἀπέρρεον E.Med.1200; sts. to represent the whole body, μήτε γῆ δέξαιτό μου σάρκας θανόντος Id.Hipp.1031, cf. 1239,1343 (anap.): sg. later in same sense, τοῦ αἵματος . . πηγνυμένου σ. γίνεται (of the foetus) Hp.Nat.Puer.15, cf.Steril.233; κορέσαι στόμα πρὸς χάριν ἐμᾶς σαρκὸς αἰόλας S.Ph.1157 (lyr.); ἔδαπτον σάρκα E.Med. 1189, cf. Ba.1136, Cyc.344, etc.: also collectively, of the body, γέροντα τὸν νοῦν, σάρκα δ' ἡβῶσαν φέρει A.Th.622; σαρκὶ παλαιᾶ Id.Ag.72 (anap.); σαρκὸς περιβόλαια, ἐνδυτά, E.HF1269, Ba.746:—Pl. uses sg. and pl. in much the same manner, ταῖς σαρξὶ σάρκες προσγένωνται Phd.96d, cf. Smp.211e, R.556d, Grg.518c, etc.; τῆς σαρκὸς διαλυτικόν Ti.60b, cf. 61c, 62b, etc.: portions of meat, usu. in pl., σάρκας τρεῖς IG12(7).237.17 (Amorgos) (sg., ib.12(2).498.16 (Methymna, iii B.C.)); but, pieces of flesh or membrane, βήσσοντα . . ὥστε σάρκας ἐνπύους . . ἀποβάλλειν SIG 1171.5 (Lebena). b εἰς σάρκα πημαίνειν to the quick, Phld.Herc. 1289p.60V. 2 ἡ σ. τοῦ σκύτεος the inner or flesh-side of leather, Hp.Art.33. 3 fleshy, pulpy substance of fruit, Thphr.CP6.8.5, HP1.2.6, 4.15.1, al. II the flesh, as the seat of the affections and lusts, fleshly nature, ἐν τῇ σ. ἡ ἡδονή Epicur.Sent.18, cf. Sent.Vat. 33; ἀδούλωτον (prob. l.) τῇ σαρκὶ καὶ τοῖς ταύτης πάθεσι Plu.2.107f, cf. 101b; freq. in NT, Ep.Gal.5.19, al. 2 in NT also, the body, τῆς σαρκὸς πρόνοια Ep.Rom.13.14; οὔτε ἡ σ. αὐτοῦ εἶδεν διαφθοράν Act.Ap.2.31, etc.: hence (partly as a Hebraism) πᾶσα σάρξ, = every-body, LXX Ge.6.12, al., Ev.Luc.3.6, etc.; οὐ . . πᾶσα σάρξ nobody, Ev. Matt.24.22, etc. 3 the physical or natural order of things, opp. the spiritual or supernatural, σοφοὶ κατὰ σάρκα 1 Ep.Cor.1.26; ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ καὶ οὐκ ἐν σαρκὶ πεποιθότες Ep.Phil.3.3; τὸν κύριον τῶν πνευμάτων καὶ πάσης σ. SIG1181.3 (ii B.C., Jewish). (Perh. I.-E. twr[kcirc ]- 'portion', cf. Avest. θwar[schwa]s- 'cut'.)
German (Pape)
[Seite 863] σαρκός, ἡ, das Fleisch; Hom., der gew. den plur. braucht, σαρκες περιτρομέοντο μέλεσσιν, Od. 18, 76; ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα, 9, 295 (wie auch die Tragg., vgl. Aesch. Ag. 1068 Ch. 278; Soph. Trach. 1043, u. oft bei Eur.); nur 19, 450 den sing., πολλὸν δὲ διήφυσε σαρκός, wo ein einzelner Fleischtheil, der dicke Muskel auf der vordern Seite des Oberschenkels gemeint ist; Tragg. oft für Körper, Leib, γέροντα τὸν νοῦν, σάρκα δ' ἡβῶσαν φέρει, Aesch. Spt. 604; ἡμεῖς δ' ἀτίτᾳ σαρκὶ παλαιᾷ, Ag. 72; σάρκα τὴν ἐμὴν κατεμπρήσας πυρί, Eur. Herc. Fur. 1151; σαρκὸς περιβόλαια ἡβῶντα, 1269; er vrbdt auch διὰ σάρκα ἐμὰν ἔλεος ἔμολε ματρός, Phoen. 1292; in Prosa, wo auch der plur. häufig ist, z. B. Plat. ἐπειδὰν ταῖς σαρξὶ σάρκες προσγένωνται ἐκ τῶν σιτίων, Phaed. 96 d; τοιαύτας σάρκας περιβεβλημένος, Luc. D. Mort. 10, 5. – Auch bei den Pflanzen, die weichern Theile, Theophr. – Aeol. σύρξ, dah. von Einigen auf σαίρω, σύρω zurückgeführt, was man abstreift.