συναιρέω

Revision as of 19:57, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_6b)

English (LSJ)

in Hom. only 3sg. aor. σύνελεν, and part. συνελών:—

   A grasp or seize together, Χλαῖναν μὲν συνελὼν καὶ κώεα Od.20.95; seize at once, πάντα ξυνῄρει ἡ νόσος Th.2.51; of the mind, λογισμῷ τὸ πρᾶγμα σ. Plu.Lys.22:—Med., συνελόμενος σκαφεῖον seizing a mattock, PPetr.2p.59 (cf. 3 p.xiii, iii B.C.):—Pass., to be brought together, Arist.SE181b33; so εἰς ἓν λογισμῷ συναιρούμενον to a unity brought together by reasoning, Pl.Phdr.249c; τὸ φιλεῖν καὶ τὸ μισεῖν . . συνῄρηται are taken into account, Arist.Rh.1354b9 (nisi leg. συνήρτηται): hence δεῖ συναιρεῖν ἐκ πάντων τούτων ὅτι . .from all this we should collect, infer that... Procl. in Prm.p.492 S.    2 bring into small compass, shorten, τὸν Χρόνον D.S.17.116:—Pass., συναιρεῖσθαι εἰς ἥμισυ to be halved, Ascl.Tact.2.1; to be contracted, τὰ τῶν Ἀθηναίων ταχὺ ξυναιρεθήσεσθαι (v.l. ξυναναιρ-) Th.8.24; ὁ περίβολος τῆς πόλεως . . νῦν . . καὶ μᾶλλον ἔτι συνῄρηται Plb.10.11.4.    b esp. of speaking, ξυνελὼν λέγω concisely, briefly, in a word, Th.2.41, cf. 1.70; ὡς συνελόντι εἰπεῖν X.An.3.1.38, Mem.3.8.10, etc.; συνελόντι φάναι Gal.16.502; so συνελόντι alone, Is.4.22; συνελόντι ἁπλῶς D.4.7; συνελόντες τὰ ἐν μέσῳ Luc.Phal.1.6; συνελεῖν [λόγον] εἰς βραχὺ κεφάλαιον Gal.15.754.    c Gramm., contract, τὸ ε καὶ τὸ ᾱ A.D. Pron.99.24; of the accent of compounds, Id.Synt.304.8.    II make away with, destroy all trace of, annihilate, ἀμφοτέρας δ' ὀφρῦς σύνελεν λίθος Il.16.740 (but perh. = συνέχεε καὶ εἰς ἓν συνήγαγεν, as Sch. ad. loc.): metaph., make an end of, σ. τὰς ἀσπίδας abolished them, D.S.15.44; τὸ καῦμα καὶ τὸ δίψος δεινῶς τοὺς λοιποὺς συνῄρει D.C.40.23, cf. 37.13, 50.35; συνῃρηκὼς ὥρᾳ μιᾷ Χρόνου μήκιστον . . πόλεμον Plu.Lys.11; ὡς ἡμέραις δυσὶ συναιρήσων τὴν πολιορκίαν Id.Sert.13; diminish a measurement, τινὶ μέτρῳ προσλιπεῖν ἢ συνελεῖν IG7.3073.24 (Lebad., ii B.C.):—Pass., τοῦ πρώτου τῶν Καρχηδονίων πολέμων ἔτει δευτέρῳ καὶ εἰκοστῷ συναιρεθέντος Plu.Marc.3; τοῦ πλήθους ἤδη συνῃρημένου the congestion having been reduced or ended, Gal.16.499.    b annihilate, make short work of a distance, ταχὺ σ. πολλὴν ὁδόν Plu. 2.759d:—Pass., τὸ διάστημα ταχέως ὑπὸ προθυμίας τῶν ἐλαυνόντων συνῄρητο Id.Lys.11.    2 help to take or conquer, τὴν Σύβαριν Hdt. 5.44; βουλόμενοι σφίσι . . ξυνελεῖν (v.l. for ξυνεξ-) αὐτόν wishing that he should help them to conquer, Th.2.29.

German (Pape)

[Seite 997] (s. αἱρέω), 1) zusammennehmen , -fassen; χλαῖναν μεν συνελων καὶ κωεα, Od. 20, 95; εἰς ἓν λογισμῷ ξυναιρούμενον, Plat. Phaedr. 249 b; dah. zusammenziehen, verkürzen, συνελόντι εἰπεῖν, um es kurz zu sagen, Is. 4, 22, wie Xen. An. 3, 1, 38, ξυνελὼν λέγω, Thuc. 2, 41. 6, 80 u. oft; μᾶλλον ἔτι συνῄρηται ὁ περίβολος τῆς πόλεως, Pol. 10, 11, 4. – 2) mit hinwegreißen, zerstören, vernichten; ἀμφοτέρας δ' ὀφρῦς σύνελεν λίθος, ll. 16, 740, Soph. Tr. 884, in Gemeinschaft mit Einem erobern, Σύβαριν, Her. 5, 44. 45, u. Folgde; τὸ διάστημα συνῄρητο, der Zwischenraum war zurückgelegt, Plut. Lys. 11. – Uebh. ergreifen, erfassen, einnehmen, πάντα ξυνῄρει ἡ νόσος, Thuc. 2, 51, τὸν Σιτάλκην οἱ Ἀθηναῖοι ξύμμα χον ἐπ οιήσαντο βουλόμενοι σφίσι τὰ ἐπὶ Θρᾴκης χωρία καὶ Περδίκκαν ξυνελεῖν αὐτόν, 2, 29.