ἐνδέχομαι

Revision as of 19:57, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

English (LSJ)

Ion. ἐν-δέκομαι, fut. -ξομαι,

   A take upon oneself, ταλαιπωρίας Hdt.6.11.    II accept, admit, approve, τὸν λόγον Id.1.60; τοὺς λόγους Id.5.92.a/, 96, al., Ar.Eq.632; τὰ λεγόμενα Th.3.82; τὴν συμβουλίην Hdt.7.51; διαβολάς Id.3.80; ἀπόστασιν, = τὸν περὶ ἀποστάσιος λόγον, ib.128; so . [τὴν τοῦ Ἀλκιβιάδου κάθοδον] Th.8.50.    2 in Hdt. freq. give ear to, believe, mostly with a neg., ἀρχὴν . . οὐδὲ ἐ. τὸν λόγον 5.106; τοῦτο δὲ οὐκ ἐ. ὰρχήν 4.25, cf. 3.73, 7.237: c. inf., believe that... οὐ γὰρ ἔγωγε ἐ. Ἠριδανόν τινα καλέεσθαι ποταμόν 3.115.    3 abs., give ear, attend, σὺ δ' ἐνδέχου E.Andr.1238, cf. Pl.Cra.428b; περί τινος οὐδ' ὁπωσοῦν ἐ. refuse to hear a word about it, Th.7.49.    III of things, admit, allow of, τὸ προμηθὲς λογισμὸν οὐκ ἐνδέχεται περί τινος Id.4.92; μεταβολήν, ἀλλοίωσιν ἐ., Pl.Phd.78d; καθ' ὅσον φύσις ἐνδέχεται, quantum recipit humana condicio, Id.Ti.69a, cf. Sph.254c: c. inf., τὸ ναυτικὸν . . οὐκ ἐνδέχεται ἐκ παρέργου μελετᾶσθαι does not admit of being practised, Th.1.142, cf. Pl.Ti.9cc, Lg.834d; ὅσων αἱ ἀρχαὶ μὴ ἐνδέχονται ἄλλως ἔχειν Arist.EN1139a7.    2 abs., to be possible, ἃ πολλὰ ἐνδέχεται Th.4.18; ἐὰν ἐνδεχόμενον ᾖ if it be possible, PGrenf.2.14.4 (iii B. C.); freq. in Arist., APr.25a38, al.; ἐνδέχεσθαι ἢ εἶναι οὐδὲν διαφέρει ἐν τοῖς ἀιδίοις Ph.203b30; ἐ. μέν, οὐ μὴν ἀναγκαῖον Pol.1275b6: esp. in part. ἐνδεχόμενος, η, ον, possible, ἐκ τῶν ἐνδεχομένων by all possible means, X.Mem.3.9.4, D.S.1.54; αἱ ἐ. τιμωρίαι Lycurg. 119; τὴν ἐ. ἀϊδιότητα Jul.Or.4.157b; εἰς τὸ ἐ. so far as possible, Hyp.Epit.41; and freq. in Arist., τὸ ἐ. ἀληθές Metaph.1009b34; τῆς ἐ. αὐτοῖς εὐδαιμονίας μετέχειν Pol.1325a10; ζωῆς τῆς ἐ. ἀρίστης ib.1328a36, al.: freq. c. inf., τὰ ἐ. καὶ εἶναι καὶ μὴ εἶναι contingent events, GA731b25, cf. Metaph.1050b11; τὰ ἐ. ἄλλως ἔχειν EN1134b31, al.; τὰ μὴ ἐ. αὐτῷ πρᾶξαι ib.1140a32, al.    3 ἐνδέχεται impers., it admits of being, it is possible that... c. acc. et inf., Th.1.124,140, etc.; εἴπερ ἐνεδεχετο (sc. γράφειν) D.18.239; καθ' ὅσον ἐνδέχεται Pl. Phdr.271c; εἰς ὅσον ἐ. Id.R.501c; ὅσα ἐ. Arist.Rh.1354a32; μέχρι οὗ ἐ. ib.1355b13; ὡς ἐ. μάλιστα Plb.3.49.1: acc. abs., ὥσπερ ἐνδεχόμενον εἶναι, = ὥσπερ εἰ ἐνδέχοιτο, Arist.GA765b23: gen. abs., ἐνδεχομένου where possible, Id.PA683a20.    b c. dat. pers., it is allowed, X.Hier.4.9, D.29.50.

German (Pape)

[Seite 832] ion. ἐνδέκομαι, an-, aufnehmen; auf sich nehmen, ταλαιπωρίας Her. 6, 11; αἰτίαν, durch das folgde καί φησιν αὐτὸς αἴτιος γεγενῆσθαι erkl., Dem. 19, 37; bes. annehmen, zulassen, genehmigen, λόγους τινός Her. 7, 236; ἀπόστασιν, sich zum Abfall verstehen, 3, 128; Ar. Equ. 632; τὰ ἀπὸ τῶν ἐναντίων καλῶς λεγόμενα Thuc. 3, 31; λογισμόν 4, 10; absolut, εἰ μὲν ἐνδέχεσθε καὶ βούλεσθέ μοι χρῆσθαι προθύμῳ Eur. Heracl. 549; ἐὰν ἡ φύσις ἐνδέχηται καὶ μὴ δυσχεραίνῃ Plat. Legg. VIII, 834 d; μεταβολήν Phaed. 78 d. Anhören, Eur. Andr. 1238. – Häufig imperf., es ist zulässig, geht an, ist möglich, vgl. Plut. de fat. 6; καθ' ὅσον u. εἰς ὅσον ἐνδέχεται, Plat. Phaedr. 271 c Rep. VI, 501 c; τοῖς φαύλοις ἐνδέχεται τὰ τυχόντα ποιεῖν, die Schlechten können thun, Isocr. 1, 48; αὐτῷ ἐλθεῖν Dem. 32, 25, vgl. 27, 12. 29, 50; οὐκ ἐνδέχεται ζῆν ἄνευ κακοῦ τινος τοῦτον Diphil. Ath. VI, 227 (v. 12). Oft bei Arist.; δοκεῖ ἐνδέχεσθαι Eth. Nic. 1, 5, 6; τὰ ἐνδεχόμενα ἄλλως ἔχειν, was auch anders sein kann, 6, 6; εἰς τὸ ἐνδεχόμενον, nach Möglichkeit, Hyperid. bei Stob. flor. 124, 36; Plut. educ. lib. 4; ἐκ τῶν ἐνδεχομένων Xen. Hem. 3, 9, 4; D. Sic. 1, 54; κατὰ τὸ ἐνδ. D. L.; ἐφ' ὅσον ἦν ἐνδεχόμενον D. Sic. 1, 93; – αἱ ἐνδεχόμεναι τιμωρίαι, die statthaften Strafen, Lycurg. 119; Sp.