ἐκκορίζω

Revision as of 09:09, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

(κόρις)

   A to clear of bugs, AP9.113 (Parmen.), cf.foreg.    II (κόρη) sens. obsc., Eup.233.

German (Pape)

[Seite 764] auswanzen, τοὺς κόρις Parmen. 11 (IX, 113); vgl. Eupol. Schol. Ar. Pax 1176.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκορίζω: (κόρις) «ξεκοριάζω», φονεύω κοριούς, «οἱ κόρις ἄχρι κόρου κορέσαντό μου, ἀλλ’ ἐκορέσθην ἄχρι κόρου καὐτὸς τοὺς κόρις ἐκκορίσας» Ἀνθ. Π. 9. 113. ΙΙ. ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν» 3.