or μάνα, ἡ,
A = μανία, Ar.Fr.816; sed leg. μάμμη or μάμμα, = μαμμία.
μάνη: ἢ μάνα, ἡ, = μανία, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 647· πρβλ. σάλη ἢ σάλα.