μάνη
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
English (LSJ)
or μάνα, ἡ, = μανία, Ar.Fr.816; sed leg. μάμμη or μάμμα, = μαμμία.
Russian (Dvoretsky)
μάνη: (ᾰ) ἡ Arph. = μανία.
Greek (Liddell-Scott)
μάνη: ἢ μάνα, ἡ, = μανία, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 647· πρβλ. σάλη ἢ σάλα.
Greek Monolingual
(I)
μάνη, ἡ (Α)
βλ. μήνη.
(II)
μάνη και μάνα, ἡ (Α)
μανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαν- του μαίνομαι (πρβλ. ἐ-μάν-ην)].
Translations
madness
Albanian: marrëzi; Arabic: جُنُون; Egyptian Arabic: جنون; Armenian: խելագարություն; Azerbaijani: dəlilik; Belarusian: шаленства, вар'яцтва; Bulgarian: лудост, безумие; Catalan: bogeria, follia; Chinese Mandarin: 狂, 瘋病, 疯病, 精神錯亂, 精神错乱; Czech: šílenství, šílenost; Danish: galskab, sindssyge, vanvid; Dutch: krankzinnigheid, waanzin; English: bedlamism, brainsickness, craze, craziness, derangement, insanity, lunacy, madness, mental disorder, mental illness; Esperanto: frenezeco; Estonian: hullumeelsus; Finnish: hulluus; French: folie; Galician: loucura, tolería, tolemia, doudice, folía, vesania, tolén; Georgian: სიგიჟე, სულით ავადმყოფობა; German: Wahnsinn, Verrücktheit; Greek: αλάλιασμα, αλαλιασμός, ζούρλαμα, λώλαμα, παλάβωμα, παραφροσύνη, σάλεμα, σαλτάρισμα, τρέλα, φλιπάρισμα, φρενοβλάβεια, φρενοπάθεια, ψυχοπάθεια; Ancient Greek: ἀασιφρονία, ἀασιφροσύνη, ἀεσιφροσύνη, ἀναισθησία, ἄνοια, ἀπαυλισμός, ἀπόνοια, ἀποπληξία, ἀποπληξίη, ἀπόρρευσις, ἄτη, ἀτοπία,ἀφραδία, ἀφραδίη, ἀφρόνη, ἀφρόνησις, ἀφροσύνα, ἀφροσύνη, διαστροφή, ἐκπληξία, ἐκφροσύνη, ἐμβροντησία, ἐμβρόντησις, ἐνθουσίασις, θεία νόσος, μάνη, μανία, μανίη, μαργότης, μωρία, μωρίη, οἶστρος, παρακοπή, παραλήρημα, παράνοια, παράπαισμα, παραπληξία, παραφορά, παραφορή, παραφρόνησις, παραφρονία, παραφροσύνη, παρηρία, παροίνησις, παροινία, παροίστρησις, παρφορά, τὸ ἄφρον, τὸ ἐμμανές, τὸ μανιῶδες, τὸ φρενῶν διαφθαρέν, φοιτὰς νόσος, φρενῖτις, φρενιτισμός, φρενοβλάβεια; Hebrew: שִׁגָּעוֹן, טֵרוּף; Hindi: पागलपन; Hungarian: őrület, őrültség; Icelandic: brjálæði; Indonesian: kegilaan; Italian: pazzia, follia; Japanese: 狂気; Kazakh: ақылсыздық; Korean: 광기(狂氣); Kyrgyz: жиндилик; Latin: vesania, insania, insanitas, vecordia, dementia, amentia; Latvian: ārprāts, vājprāts, trakums; Lithuanian: beprotybė, pamišimas; Macedonian: лудило, лудост; Malayalam: ഭ്രാന്ത്, വട്ട്, കിറുക്ക്; Manx: meecheeallid; Middle English: madnesse; Norwegian Bokmål: galskap; Occitan: foliá; Old English: wōdnes; Persian: دیوانگی; Plautdietsch: Wonsenn; Polish: szaleństwo, obłęd, świr, fioł, szajba, niepoczytalność, kręciek, wariactwo, amok; Portuguese: loucura, insanidade, maluquice, malucagem, vesânia, doidice, doideira; Romanian: nebunie; Russian: безумие, сумасшествие, помешательство, безумство; Serbo-Croatian Cyrillic: лу̏дост, лу̀дило, порѐмећено̄ст; Roman: lȕdost, lùdilo, porèmećenōst; Slovak: šialenstvo, šialenosť; Slovene: norost, blaznost; Spanish: locura; Swedish: vansinne, vanvett, galenskap; Tajik: девонагӣ; Telugu: పిచ్చి; Turkish: delilik; Ukrainian: божеві́лля, безумство, безумність, шаленість, навіженість, варіяція