ἔκληψις

Revision as of 09:15, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_8)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A taking out, collecting, Dsc.1.68.4; removing, Id.3.90.    2 farming of taxes, BGU897.1, Just.Nov.123.6; of any trade enterprise, PTeb.38.11 (ii B.C.).    3 isolation, dissecting out, of an aneurism, Antyll. ap. Orib.45.24.3; of a varicose vein, ib.4.36.7.    4 taking of extract from a document, Mitteis Chr.185 (ii A.D.), Cod.Just. 10.11.8.4a, etc.

German (Pape)

[Seite 767] ἡ, das Aufnehmen, -fangen, Diosc. – Bei den Musikern Ggstz von πρόληψις, Anonym. de mus. 3, wo Bellermann zu vgl.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκληψις: -εως, ἡ, τὸ λαμβάνειν ἔκ τινος, συλλέγειν, πρὸς ἔκληψιν τῆς λιγνύος, «διὰ τὸ μάζεμα τῆς καπνιᾶς» (τοῦ λιβάνου), Διοσκ. 1. 81. 2) ἐν τῇ μουσικῇ, «ἡ ἀπὸ τοῦ ὀξυτέρου φθόγγου ἐπὶ τὸν βαρύτερον κατὰ μουσικὸν μέλος ἄνεσις» Βρυενν. Ἁρμον. σ. 579. 3) εἴσπραξις, ἔκληψις δημοσίων φόρων (Ἰουστινιαν. Νεαρ. 123, 6. 4) τὸ ἐκλαμβάνειν τι οὕτως ἢ ἄλλως, ἔννοια, σημασία, Ἰσίδ. Πηλουσιώτ. 388Α. ΙΙ. μόνωσις, Ὀριβάσ. (ἔκδ. Daremberg) 4. σ. 53.