εἴσπραξις

From LSJ

ἀδύνατον καὶ οὐκ ἀνθρώπειον → not for man to attempt

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἴσπραξις Medium diacritics: εἴσπραξις Low diacritics: είσπραξις Capitals: ΕΙΣΠΡΑΞΙΣ
Transliteration A: eíspraxis Transliteration B: eispraxis Transliteration C: eispraksis Beta Code: ei)/spracis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A getting in or collection of taxes or dues, τοῦ θύματος Th.5.53; τῶν εἰσφορῶν D.24.8, cf. SIG364 A50 (Ephesus), IG22.1273.24, etc.; βαρύνεσθαι.. ἀδίκοις εἰσπράξεσι exactions, OG 1669.5, cf. Plu.Demetr.27.
II levy of recruits, Wilcken Chr. 469.4 (iv A.D.).

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
• Alolema(s): ἔσπραξις Th.5.53, D.C.41.37.1
admin. y econ.
1 recaudación, percepción, cobro de tributos, deudas, etc., c. gen. obj. τοῦ θύματος Th.l.c., τῶν φόρων Isoc.12.63, 67, χρημάτων IG 22.1631.403 (IV a.C.), cf. D.22.47, I.AI 14.273, Eus.HE 10.8.12, τῶν εἰσφορῶν D.24.8, ἡ εἴ. τῶν σκευῶν la recaudación (de dinero) para (adquirir) los aparejos de las naves, D.14.22, ἡ εἰς τὸν βασιλικὸν τῶν καθηκόντων εἴ. PTeb.27.25 (II a.C.), τῶν δημοσίων PMich.582.2.7 (I d.C.), τέλους SEG 39.1180.96, cf. 102 (Éfeso I d.C.), τοῦ πυροῦ PPetaus 53.12 (II d.C.), cf. PBremen 3.5 (II d.C.), τῶν κα[τ] αλοχ[ισ] μῶν BGU 1588.3 (III d.C.), de multas IG 22.1273.24 (III a.C.), Ael.VH 12.53, τῶν ὀφειλομένων αὐτοῖς PWürzb.9.64 (II d.C.), cf. Thdt.Is.18.343, c. determ. adj. εἰσπράξεις σιτικαί τε καὶ ἀργυρικαί SB 13175.4.14 (II d.C.), c. pred. πικροτάτας τὰς ἐσπράξεις ... ἐποιοῦντο realizaban el cobro de deudas del modo más implacable D.C.41.37.1.
2 exacción, cobro abusivo o injusto μὴ βαρυνομένην (τὴν Αἴγυπτον) καιναῖς καὶ ἀδίκοις εἰσπράξεσι ITemple of Hibis 4.5 (I d.C.), cf. D.C.42.34.1, τῆς εἰσπράξεως συντόνου καὶ ἀπαραιτήτου γενομένης Plu.Demetr.27, παρὰ τῶν στατιωναρίων καὶ τῶν ... φρουμενταρίων καὶ κολλητιώνων TAM 5(1).154.3 (Saitas, imper.), εἴσπραξιν καὶ ἐνόχλησιν TAM 5(1).419.18 (III d.C.).
3 ejecución, cobro ejecutivo de una deuda en caso de impago ἀποτισάτω διπλασίαν τὰν εἴσπραξιν τῇ πόλει IG 7.3173.5 (Orcómenos III a.C.), ὁ δὲ δανειστὴς ... ἐκ τῶν ἄλλων κτημάτων τῶν τοῦ ὑποθέντος τὴν εἴσπραξιν ποιείσθω τοῦ ὀφειλομένου SIG 884.50 (Tisbe III d.C.), cf. IG 12.Suppl.533.4 (III a.C.), IEphesos 4.50 (III a.C.), ID 1416C.17 (II a.C.), IG 12(7).67.74 (Amorgos II a.C.), PYadin 17.37 (II d.C.), γιγνομένης σοι τῆς εἰσπράξεως παρά τε ἐμοῦ καὶ ἐκ τῶν ὑπαρχόντων μοι πάντων POxy.3512.19 (V d.C.).
4 pago, castigo τῶν ἁμαρτημάτων Origenes Comm.in Mt.13.1, τῶν κακῶν τῶν ἐνθάδε Gr.Naz.M.37.881A.
5 leva, reclutamiento Wilcken Chr.469.4 (IV d.C.).

German (Pape)

[Seite 746] ἡ, das Eintreiben, Einfordern; Thuc. 5, 53; τῶν εἰσφορῶν Dem. 24, 8; Plut. Demetr. 27; B. A. 245 erkl. ἀπαίτησις.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
anc. att. ἔσπραξις;
perception.
Étymologie: εἰσπράσσω.

Russian (Dvoretsky)

εἴσπραξις: староатт. ἔσπραξις, εως ἡ взимание, взыскивание, сбор (τοῦ θύματος Thuc.; τῶν εἰσφορῶν Dem.; τῶν χρημάτων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εἴσπραξις: -εως, ἡ, ἡ συλλογή, πραλαβὴ τῶν φόρων ἢ ὀφειλῶν, παρεσκευάζοντο... διὰ τοῦ θύματος τὴν ἔσπραξιν ἐσβαλοῦντες, νὰ εἰσβάλωσιν ἐπὶ προφάσει τοῦ θύματος, Θουκ. 5. 53· τῶν εἰσφορῶν Δημ. 702. 13· βαρύνεσθαι... ἀδίκοις εἰσπράξεσι, ἀδίκοις ἀπαιτήσεσι χρημάτων κτλ., Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 5.

Greek Monotonic

εἴσπραξις: -εως, ἡ, συγκέντρωση, απόκτηση ή συλλογή οφειλών, σε Θουκ., Δημ.

Lexicon Thucydideum

exactio, extorting, collecting, 5.53.1,
ut sacrificium exigerent, that they might perform a sacrifice.